You are currently browsing the tag archive for the ‘φόβος’ tag.
Γιατί φοβάστε το θάνατο; Μήπως επειδή ίσως δε γνωρίζετε πώς να ζείτε; Αν γνωρίζατε πως να ζείτε με πληρότητα, θα εξακολουθούσατε να φοβάστε το θάνατο; Αν αγαπούσατε τα δέντρα, το ηλιοβασίλεμα, τα πουλιά, τα πεσμένα φύλλα – αν είχατε επίγνωση των δακρυσμένων ματιών αντρών και γυναικών, αν η καρδιά σας αγαπούσε στ’ αλήθεια, θα φοβόσασταν το θάνατο; Θα τον φοβόσασταν; Δε χρειάζεται να σας πείσω εγώ. Ας αναλογιστούμε [το ζήτημα] από κοινού. Ζείτε δίχως χαρά, δεν είστε ευτυχισμένοι κι από μέσα σας απουσιάζει αυτή η ζωτική ευαισθησία για τα πράγματα. Και μήπως είναι ίσως γι’ αυτό το λόγο που αναρωτιέστε τί θα σας συμβεί μετά θάνατον; Επειδή για εσάς η ζωή σημαίνει λύπη, δείχνετε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το θάνατο. Νιώθετε ότι ίσως μετά θάνατο καταφέρετε να βρείτε την ευτυχία. Αλλά η αντίληψη αυτή αποτελεί τεράστιο πρόβλημα κι αναρωτιέμαι αν θέλετε να την εξετάσετε. Εξάλλου, ο φόβος αποτελεί τον κοινό παρονομαστή όλων αυτών – ο φόβος για το θάνατο, ο φόβος για τη ζωή, ο φόβος για όσα σας κάνουν να υποφέρετε. Εάν δεν είστε σε θέση να κατανοήσετε τι είναι αυτό που προκαλεί το φόβο, ώστε να απελευθερωθείτε από αυτό, τότε το αν είστε ζωντανοί ή νεκροί δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία.
Πηγή: http://www.jkrishnamurti.org/krishnamurti-teachings/view-daily-quote/20150322.php
Κάποτε έχει μαύρο χρώμα
ύστερα αντικρίζεις το έναστρο βαθύ σκούρο θαλασσί, και λες μπα, μαύρο – κατάμαυρο δεν υπάρχει
μορφή σχεδιασμένη τέλεια
ύστερα τον αντικρίζεις στο πρόσωπο του άγνωστου και λες μπα, δεν ξεχωρίζεται απ’ τις μεταμορφώσεις
κραυγή
ύστερα ακούς τη σιωπή σαν βουητό από κάποια έγκατα και λες μπα, κι όταν είναι βουβός φοβίζει
βαρίδια στα πόδια
ύστερα μπαίνεις στην αγκαλιά του πλήθους και λες μπα, και δρομέας γίνεται άμα χρειαστεί
εξουσία άρχοντα
ύστερα τον κοιτάς στα μάτια, τον ρωτάς ποιος είναι και λες μπα, μόλις σου πει ποιος είναι χάνει πόντους και σκήπτρα
προορισμό τελεσίδικο
ύστερα έρχεται το ξαφνικό του θανατικού και λες μπα, η απελπισιά και το μίσος θέριεψαν και γω δεν πρόφτασα μήδε να τον δω, μήδε να τον αφουγκραστώ.
Μια χαραμάδα έφτανε.
Να βάλω το λουλουδάτο φουλάρι, να βάλω τις φωνές, να τον πάρω στο κατόπι, να τον ρωτήσω ποιος είναι και τι θέλει. Ποιος είναι και τι θέλει. Να το πει να το φωνάξει.
Για να του πω απόμεινες ξεβράκωτος, δε σε φοβάμαι φόβε.
Πολλά, πολλά, πολλά χρόνια πριν ο Βούδας γίνει… Βούδας, σ’ ένα δάσος της Ινδίας ζούσε ένας μικρός θηλυκός ελέφαντας. Είχε δέρμα λευκό και μεταξένιο σαν τα πούπουλα του κύκνου. Κι όσο μεγάλωνε, οι άνθρωποι που τύχαινε να τριγυρνούν στο δάσος θαμπώνονταν από την ομορφιά του. Κι όταν πια μεγάλωσε για τα καλά, το μέγεθος και η δύναμή του ήταν τέτοια, που όποιος το συναντούσε έμενε έκθαμβος. Κι όλοι στη χώρα μιλούσαν γι’ αυτόν το μεγαλόσωμο, δυνατό, λευκό, θηλυκό, όμορφο ελέφαντα.
Μόλις ο βασιλιάς έμαθε για την ύπαρξή του, θέλησε να τον αποκτήσει. Έστειλε τους εκπαιδευτές του να τον βρουν. Κι αφού τον κυνήγησαν σε ολόκληρο το δάσος, κατάφεραν να τον παγιδεύσουν χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο σχοινένιο δίχτυ. Τον μετέφεραν μέχρι το παλάτι κι εκεί τον έδεσαν σε έναν πάσαλο.
Ο βασιλιάς ήθελε να είναι σίγουρος ότι ο ελέφαντας θα υπακούει κάθε εντολή του κι έτσι όταν δεν υπάκουε τους εκπαιδευτές – πράγμα που συνέβαινε συχνά, αφού δεν κατάφερνε πάντα να καταλαβαίνει τι ζητούσαν από αυτόν – εκείνοι τον χτυπούσαν με τα ραβδιά τους. Σύντομα ο ελέφαντας απέκτησε ένα σωρό μελανιές και ήταν μόνιμα τρομαγμένος.
Μια μέρα τρελάθηκε σχεδόν απ’ το φόβο του. Στάθηκε στα πίσω πόδια του και η αλυσίδα που τον κρατούσε δέσμιο έσπασε. Φοβισμένοι οι εκπαιδευτές το έβαλαν στα πόδια κι έτσι ο όμορφος, λευκός ελέφαντας κατάφερε να ξεφύγει. Έτρεξε προς τα βουνά κι έφτασε όσο πιο μακρυά μπορούσε για να γλιτώσει απ’ τους ανθρώπους. Τον αναζήτησαν για πολύ καιρό, αλλά κάποια στιγμή τα παράτησαν. Ήρθε και η ώρα που ξέχασαν πια και την ίδια την ύπαρξή του.
Ο ελέφαντας όμως δεν τους είχε ξεχάσει. Κάθε φορά που φυσούσε λίγο παραπάνω – ή και πολύ παραπάνω – το έβαζε στα πόδια πανικοβλημένος κι έτρεχε από δω κι από κει δίχως να ξέρει που πηγαίνει, σε κύκλους, παραπαίοντας ανάμεσα σε όποια δέντρα συναντούσε στο διάβα του.
Παρόλο που ήταν πλέον ελεύθερος, εξακολουθούσε να ζει σα να ‘ταν φυλακισμένος από τους εκπαιδευτές του βασιλιά και ήταν τόση η αγωνία του που ξεχνούσε να φάει. Με τον καιρό το δυνατό, μεγάλο σώμα του έχασε τη δύναμή του κι έμεινε πετσί και κόκκαλο. Τρέχοντας συνέχεια, πλημμυρισμένος τρόμο, συχνά παραπατούσε κι έπεφτε σε βράχια, πεσμένα κλαδιά ή ακόμα και τρύπες στο έδαφος. Γι’ άλλη μια φορά, ένα σωρό μελανιές «στόλιζαν» το λευκό του δέρμα. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
What I will
I will not
dance to your war
drum. I will
not lend my soul nor
my bones to your war
drum. I will
not dance to your
beating. I know that beat.
It is lifeless. I know
intimately that skin
you are hitting. It
was alive once
hunted stolen
stretched. I will
not dance to your drummed
up war. I will not pop
spin beak for you. I
will not hate for you or
even hate you. I will
not kill for you. Especially
I will not die
for you. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Κάθε φορά που με πλακώνει του κόσμου ετούτου η απόγνωση
και μ’ έναν θόρυβο μικρό ξυπνώ τις νύχτες
μέσα στο φόβο για των παιδιών μου τη ζωή και τη δική μου,
πηγαίνω και ξαπλώνω εκεί που οι πλατύρυγχοι
στην ομορφιά τους τη νερένια αναπαύονται,
εκεί που κυνηγούν οι ερωδιοί.
Εισέρχομαι στων άγριων αυτών πλασμάτων τη γαλήνη
που δεν αφήνουν τη ζωή τους να βαραίνει από λύπη.
Εισέρχομαι στην αίσθηση του ακίνητου νερού.
Και πάνωθέ μου νιώθω τ’ άστρα
να με προσμένουν φωτεινά. Για λίγο
ξεκουράζομαι στου κόσμου αυτού τη θεία χάρη κι ‘μαι ελεύθερος.
Wendell Berry
Πηγή: http://www.gratefulness.org/poetry/peace_of_wild_things.htm
~~~ 1ος κρίκος:
~~~ 2ος κρίκος:
Η χιλιοστή συνιστώσα της αξιοπρέπειας από την Ιερισσό
~~~ 3ος κρίκος: «τίποτε δεν πρόκειται να εξαφανιστεί, αν πρώτα δεν μας διδάξει αυτό που χρειάζεται να μάθουμε» [Pema Chodrom]
Σ’ έναν τόπο μακρυνό ζούσαν κάποτε κάμποσοι άνθρωποι. Ήταν ταλαιπωρημένοι από τους πολέμους και τις απανωτές λύπες που οι καιροί της εποχής εκείνης είχαν σκορπίσει απλόχερα στις ζωές τους. Με δυσκολία στεκόντουσαν στα πόδια τους. Αλλά επειδή η ζωή προχωρά πάντα, λίγο από δω, λίγο από κει κατάφερναν να επιβιώνουν.
Και ήρθε και η μέρα, που απ’ τα γεννήματά τους περίσευε και κατιτίς: ένα αυγό, λίγο στάρι, μια κούπα γάλα, δυο δάχτυλα λάδι. Τίποτε ιδιαίτερο στην αρχή, ίσα-ίσα να πεις στον εαυτό σου μπορώ να καλέσω κι έναν άνθρωπο να φάμε παρέα, ν’ απλώσω το χέρι να προσφέρω σ’ όποιον έχει περισσότερη ανάγκη από μένα.
Πέρασαν κάμποσα χρόνια ακόμα. Τα χωράφια και τα ζωντανά τους αρκούσαν για να ζουν πλέον πλουσιοπάροχα. Είχαν ξαναχτίσει τα σπίτια τους και τα κελάρια τους ήταν γεμάτα μ’ ένα σωρό καλά. Κάτι όμως έλειπε.
Όσο προσπαθούσαν απλώς να βγάλουν τη μέρα δεν παρατηρούσαν την απουσία του. Σαν ήρθε όμως ο καιρός να κοντοσταθούν και ν’ απολαύσουν τους κόπους τους, κατάλαβαν πως ό,τι κι αν ήταν αυτό το κάτι, είχε χαθεί για πάντα κι ας μην ήταν για όλους το ίδιο. Όσο κι αν το έψαξε καθένας τους δεν το βρήκε. Κι επειδή ο άνθρωπος δεν αντέχει για πολύ καιρό την αίσθηση του κενού, αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
ζψζχψζ
Chorus
I ain’t afraid of your Yahweh
I ain’t afraid of your Allah
I ain’t afraid of your Jesus
I’m afraid of what you do in the name of your god
I ain’t afraid of your churches
I ain’t afraid of your temples
I ain’t afraid of your praying
I’m afraid of what you do in the name of your god
Verse
Rise up to your higher power
Free up from fear, it will devour you
Watch out for the ego of the hour
The ones who say they know it
Are the ones who will impose it on you Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
[…] Τίποτα δεν θα έχει φόβο στο αύριο
Η ελπίδα δεν θα μένει στη σκόνη. […]
Πωλ Ελυάρ – Ποιήματα
Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι, περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα
Φοβισμένοι, αφήνοντας τις λέξεις μας να είναι τρυφερές
Από φόβο μήπως ξυπνήσουμε τις κουρούνες,
Από φόβο μήπως έρθουμε
Αθόρυβα μέσα σ’ έναν κόσμο φτερών και κραυγών.
Αν ήμασταν παιδιά, ίσως να σκαρφαλώναμε,
Θα πιάναμε τις κουρούνες να κοιμούνται, και δεν θα σπάγαμε ούτε κλαράκι,
Και, μετά το μαλακό ανέβασμα,
Θα τινάζαμε τα κεφάλια μας πιο πάνω απ’ τα κλαριά
Για να θαυμάσουμε την τελειότητα των άστρων.
Πέρα απ’ τη σύγχυση, όπως συμβαίνει συνήθως,
Και τον θαυμασμό για όσα ο άνθρωπος γνωρίζει,
Πέρα απ’ το χάος θα ‘ρχόταν η μακαριότητα.
Αυτό, τότε, είναι ομορφιά, είπαμε,
Παιδιά που με θαυμασμό κοιτάζουν τ’ αστέρια,
Είναι ο σκοπός και το τέλος.
Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι, περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα.
Dylan Thomas (1937) THE POEMS OF DYLAN THOMAS, New Directions Publishing Corporation, New York – USA/ σε ηλεκτρονική μορφή εδώ.
Ένας μύθος των Anishnabe (Anishinabe)…
Πολλά, πολλά χρόνια πριν, όταν ο κόσμος ήταν ακόμα νέος, υπήρχε ένας όμορφος ποταμός. Στα νερά του ήταν τόσο γλυκά και καθαρά που όλα τα ζώα έρχονταν να πιούν κι εντός του ζούσαν αμέτρητα ψάρια.
Μία γιγάντια άλκη έμαθε για τον ποταμό κι ήρθε κι αυτή να πιεί νερό. Αλλά ήταν τόσο μεγάλη και έπινε τόσο πολύ, που σύντομα η στάθμη του νερού άρχισε να κατεβαίνει όλο και χαμηλότερα.
Οι κάστορες ανησυχούσαν. Το νερό γύρω από τις φωλιές τους εξαφανιζόταν. Σύντομα τα σπίτια τους θα καταστρέφονταν.
Τα μοσχοπόντικα ανησυχούσαν κι αυτά. Τί θα έκαναν έτσι και το νερό χανόταν; Πώς θα επιβίωναν;
Τα ψάρια ανησυχούσαν περισσότερο απ’ όλους. Τα άλλα ζώα μπορούσαν να ζήσουν και στη στεριά αν το νερό του ποταμού στέγνωνε, αλλά αυτά όχι.
Όλα τα ζώα προσπαθούσαν να βρουν έναν τρόπο να διώξουν την άλκη μακρυά από το ποτάμι, αλλά το μέγεθός της ήταν τέτοιο που φοβόντουσαν ακόμα και να προσπαθήσουν. Μέχρι και η αρκούδα τη φοβόταν.
Τελευταία η μύγα είπε πως θα μπορούσε να προσπαθήσει να ξεφορτωθεί την άλκη. Όλα τα ζώα γελούσαν και χλεύαζαν. Μα είναι ποτέ δυνατόν μια τόση δα μυγίτσα να τρομοκρατήσει μία τεράστια άλκη; Η μύγα δεν ανταποκρίθηκε, αλλά την ίδια μέρα – μόλις η άλκη έκανε την εμφάνισή της – ανέλαβε δράση. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Το φεγγάρι συμβολίζει ένα είδος ψυχικού φωτός, ένα φως κάπως ψυχρό που φέρει μια αίσθηση απόστασης – σε αντίθεση με κάποιες μητέρες όλο φωτιά και λάβρα, που φτερουγίζουν γύρω απ’ τα παιδιά τους ανά πάσα στιγμή, πιστεύοντας ότι κάθε σταγόνα που τρέχει από τη μύτη τους υποδηλώνει πνευμονία. Όχι όχι, το φεγγάρι συμβολίζει μια μητέρα κάπως απόμακρη, διστακτική. Δεν σε λούζει με την αγάπη της, αλλά αντίθετα αγαπά καθοδηγώντας, βοηθώντας τη συνείδηση ν’ αναδυθεί μέσα από το σκοτάδι.
Υπήρχε κάποτε ένα χωριό, ένα όμορφο χωριό, όπου όλα συνέβαιναν όπως θα έπρεπε να συμβαίνουν: τα παιδιά δεν είχαν το παραμικρό ψεγάδι, οι γονείς αγαπιόντουσαν, όμως – όπως συμβαίνει πάντα στην ψυχή και τα παραμύθια – υπήρχε κάτι πάρα μα πάρα μα πάρα πολύ παράξενο… αυτό το όμορφο πλημμυρισμένο με αρμονία χωριό περιτριγυριζόταν από βάλτους με σκούρα, θολά νερά. Οι βάλτοι ήταν πάντα σκοτεινοί και βρωμούσαν, καθώς κάθε τι μέσα στα νερά τους αργοσάπιζε. Έτσι, για ν’ αποφεύγουν τη σκοτεινιά που χαρακτήριζε τα τέλματα, αλλά και την κινούμενη άμμο γύρω τους, οι άνθρωποι βασίζονταν στο φεγγάρι για να βρίσκουν το δρόμο τους τις νύχτες. Η σελήνη κάποια βράδυα όμως δεν ανέτειλε και τότε οι βάλτοι μετατρέπονταν σε παγίδα, καθώς στα νερά τους καραδοκούσαν όντα κακά. Σαν τα όντα που ανακαλύπτει κανείς στις πιο σκοτεινές γωνιές του ανθρώπινου νου, εμφανίζονταν κι εκείνα τις νύχτες, παραπλανώντας τους κακόμοιρους ταξιδευτές που αγωνίζονταν να βρουν το δρόμο τους δίχως μια στάλα φωτός, ώστε να πέσουν στα νερά των βάλτων και να τους πνίξουν. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Αιώνες πριν, οι αρχηγοί των Ινδιάνων Muisca (ή ίσως και των Chibcha – οι πληροφορίες που απορρέουν από το μύθο δεν είναι πλέον ακριβείς), κατά τη διάρκεια της τελετής μύησής τους κάλυπταν το σώμα τους με σκόνη χρυσού και στη συνέχεια βουτούσαν στα νερά της Λίμνης Guatavita (στην Κολομβία) για να ξεπλυθούν, προσφέροντας το χρυσό στους θεούς. Για το λόγο αυτό, οι αρχηγοί με τη μύησή τους έπαιρναν τον τίτλο El Dorado (Ο Χρυσός). Ο χρυσός (Mnya), σύμφωνα με τη μυθολογία των Muisca, συμβόλιζε την ενέργεια όλων όσων υπάρχουν στο Σύμπαν, συμβόλιζε το θεό Chiminigagua (έναν από τους δημιουργούς του Σύμπαντος).
Εν τω μεταξύ στην Κολομβία, όπως και στην υπόλοιπη Νότιο Αμερική κατέφτασαν οι κονκισταδόρες. Όπως γνωρίζουμε πλέον καλά, προσέγγισαν την αμερικάνικη ήπειρο ως κατακτητές, με στόχο την εκμετάλλευση του φυσικού της πλούτου. Διψασμένοι για χρυσό, καταγράφουν κάθε σχετική ιστορία, αναζητώντας ίχνη του. Mια πρώτη γραπτή αναφορά στο μυθικό γεγονός έχουμε το 1636 από τον Juan Rodríguez Freyle, ενώ το 1683 ο Juan Rodríguez Troxell περιγράφει στο φίλο του Don Juan:
Κατά τη διάρκεια της τελετουργίας αυτής, έφτιαχναν με καλαμιές μια σχεδία, στολίζοντάς την με τα πιό όμορφα αντικείμενα που διέθεταν. Σε 4 μπρούτζινα μαγκάλια έκαιγαν θυμιατά, ρετσίνι και αρώματα. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »