You are currently browsing the tag archive for the ‘ένωση’ tag.
Η αφηγήτρια Τίνα Λυγδοπούλου, την Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015 και ώρα 12:00, θα αφηγηθεί παραμύθια σε παιδιά και ενήλικες, στο Συνεργατικό Καφενείο Σαΐτες (Ιωνίας 45, Νέα Σμύρνη).
Τί να είναι αυτό που μας ενώνει;
Να είναι ο δρόμος ο κοινός ή μήπως κάτι άλλο, άπιαστο κι όμως απτό;
Να είναι όσα μοιραζόμαστε ή όσα ονειρευόμαστε παρέα;
Συνήθως στεκόμαστε σε όσα μας χωρίζουν. Υπάρχουν όμως στιγμές όπου κάτι βαθύτερο αναδύεται, ένα νήμα κοινό.
Κι έτσι, με οδηγό παραδοσιακά παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο, καλούμαστε να εξερευνήσουμε αυτό που μας ενώνει…
Μία σημείωση:
Πολλοί και πολλές πιστεύουν ότι τα παραμύθια αφορούν αποκλειστικά τα παιδιά. Στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο. Είναι οι ενήλικες που έχουν ανάγκη το φανταστικό στοιχείο, μια διαφοροποιημένη ματιά στην καθημερινότητα, που χρειάζονται τη σύνδεση με τον παιδικό εαυτό τους και τα παιχνιδίσματα του μυθικού/ παραμυθιακού/ συμβολικού λόγου. Έτσι τα παραμύθια που θα ακουστούν, απευθύνονται πρωτίστως σε ενήλικες, αλλά θα τα απολαύσουν εξίσου και τα παιδιά.
Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε εδώ.
Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
στη θάλασσα πλάι, στο νησί.
Άγρια ήσουν και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο,
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.
Ίσως πολύ αργά
τα όνειρά μας ενώθηκαν
στο ύψος ή στο βάθος,
ψηλά σαν τα κλαδιά που τα κουνάει ο ίδιος άνεμος,
κάτω σαν ρίζες κόκκινες που ακουμπάνε μεταξύ τους.
Ίσως το όνειρό σου
απομακρύνθηκε απ’ το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με αναζητούσε
όπως πριν
όταν ακόμα δεν υπήρχες,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλευρό σου,
και τα μάτια σου γύρευαν
αυτό που τώρα
– ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό –
σου προσφέρω απλόχερα Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Κάποτε τα ποτάμια ήταν ακίνητα. Διέσχιζαν σα φλέβες από μολύβι τη γη και τα νερά τους ήταν βαριά και γκρίζα. Κάθε πλάσμα που επιθυμούσε να πιεί νερό, δεν είχε ν’ ανησυχεί πως θα το βρει. Χειμώνα-καλοκαίρι, μέρα ή βράδυ, με βροχή ή με ήλιο, οι ποταμοί παρέμεναν ίδιοι κι απαράλλαχτοι.
Υπήρχε κι ένας ποταμός λίγο διαφορετικός. Όλο και πήγαινε να ξεχειλίσει κατά τη μία ή την άλλη μεριά, πέρα από τη συνηθισμένη κοίτη του, αλλά οι άνθρωποι των χωριών τριγύρω είχαν το νου τους κι όταν χρειαζόταν έσπευδαν με φτυάρια κι αξίνες, σακιά άμμο και πέτρες να επαναφέρουν τη μορφή στο άμορφο όπως λέμε. Την ίδια μορφή πάντα.
Σ’ ένα από τα χωριά ζούσε μια γυναίκα. Όλοι την ήξεραν, μα κανείς δεν την γνώριζε. Ορισμένοι έλεγαν ότι μιλά πολύ κι άλλοι έλεγαν λίγο, κάποιοι υποστήριζαν πως αγαπά τους ανθρώπους, άλλοι πάλι πως δεν της καίγεται καρφί. Είχε μαλλιά μακριά: ήταν λευκά σαν το χιόνι, κόκκινα σαν τον πηλό, καστανά σαν τη γη, μαύρα σαν το κάρβουνο, ξανθά σαν τον ήλιο, γκρίζα σαν τα σύννεφα που τον σκεπάζουν ορισμένες φορές. Μα πιο παράξενα ήταν τα μάτια της: άλλαζαν χρώμα δέκα χιλιάδες φορές μέσα στη μέρα. Κι άλλοτε ήταν γαλήνια, άλλες φορές τρικυμισμένα.
Κατέβαινε συχνά στον ποτάμι. Μετακινούσε βότσαλα, ανασκάλευε το χώμα, μιλούσε με τα δέντρα – τα μόνα που ήταν δυσαρεστημένα με την ακινησία των ποταμών στον κόσμο ως είχε – παρατηρούσε τα πουλιά να πετούν ή τα ουράνια σώματα να εναλλάσσονται με απρόβλεπτη ακρίβεια, αδιάφορα, στον ουρανό. Στο χωριό την κοιτούσαν λοξά. Ποτέ κατάματα. «Δεν έχει άλλη δουλειά να κάνει;», αναρωτιόντουσαν. Κι έφτιαχναν ιστορίες γι’ αυτά που δε γνώριζαν. Μα το χειρότερο ήταν πως τις πίστευαν κιόλας! Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »