You are currently browsing the tag archive for the ‘άνοιξη’ tag.
Ο Άδης άρπαξε την κόρη της Δήμητρος. Του την έδωσε ο Ζευς χωρίς να το ξέρει η μάνα της. Το κορίτσι έπαιζε με τις κόρες του Ωκεανού και μάζευε λουλούδια στ’ ανθόσπαρτο λιβάδι: τριαντάφυλλα και κρόκους, μενεξέδες, κρίνους και υάκινθους. Παρά λίγο θα είχε κόψει το νάρκισσο, ένα αστραφτερό θαύμα που η θεά Γαία έκαμε να φυτρώσει από πονηριά για χάρη του θεού του κάτω κόσμου, για να ξεπλανέψει το κορίτσι με το μπουμπουκένιο πρόσωπο. Όλοι, θεοί και άνθρωποι, θαύμαζαν βλέποντας το λουλούδι. Από τη ρίζα ξεπετάγονταν εκατό άνθη, γλυκό άρωμα απλωνόταν, και γελούσε ο ουρανός, η γη και τ’ αρμυρό κύμα της θάλασσας. Η γη άνοιξε. Ένας χάος γίνηκε στο Νύσιον πεδίον. Ο κύριος του κάτω κόσμου, ο γιος του Κρόνου, ο θεός με τα πολλά ονόματα ξεπετάχτηκε πάνω μ’ αθάνατα άλογα. Σήκωσε στο χρυσό άρμα του το κορίτσι που αντιστεκόταν και το απήγαγε μέσα στα παραπονεμένα κλάματά του. Με διαπεραστική φωνή φώναζε τον πατέρα της, το γιο του Κρόνου, τον ύψιστο κυρίαρχο. Μα ούτε άνθρωπος, ούτε θεός άκουσε τη φωνή της. καμιά ελιά δεν σάλεψε. Μονάχα η αβρή κόρη του Περσαίου, η θεά με τ’ αστραφτερά στολίδια στο κεφάλι, η Εκάτη, άκουσε την κραυγή στη σπηλιά της, όπως κι ο Ήλιος, ο θαυμάσιος γιός του Υπερίονος. Ο πατέρας βρισκόταν μακριά από τους θεούς, στον πολυσύχναστο ναό του, και δεχόταν τις θυσίες. Η κόρη του εξ αιτίας του πατέρα της απήχθη από το θείο της, αυτόν που παρέχει πολλά σε πολλούς και δέχεται πολλούς επισκέπτες, από το γιο του Κρόνου με τα πολλά ονόματα. Όσο η θεά έβλεπε ακόμα τη γη και τον αστρόσπαρτο ουρανό, τη θάλασσα και τον ήλιο, έλπιζε να ξαναδεί τη μάνα της και τους αθάνατους θεούς. Ακόμα είχε ελπίδα μέσα στον πόνο της. Οι βουνοκορφές και τα βάθη της θάλασσας αντιλαλούσαν τον ήχο της αθάνατης φωνής της.
Η Κυρία, η μάνα της, την άκουσε. Βαθύς πόνος της ξέσκισε την καρδιά. Έβγαλε τα στολίδια από τ’ αθάνατα μαλλιά της, έριξε στους ώμους της μαύρο φόρεμα και πέταξε σαν πουλί πάνω από τα νερά και τη γη αναζητώντας το παιδί της.
Κανείς δεν ήθελε να της πει την αλήθεια, μήτε θεός μήτε άνθρωπος. Κανένα πουλί δεν πέταξε να της δώσει σημάδι. Εννιά μέρες περιπλανιόταν η Δήμητρα πάνω στη γη με δυό αναμμένους δαυλούς στο χέρι. Στον πόνο της δεν άγγιξε ούτε αμβροσία ούτε νέκταρ κι ούτε έβρεξε το σώμα της με νερό. Την τρίτη μέρα την συνάντησε η Εκάτη κρατώντας κι αυτή ένα δαυλό στο χέρι. Της έφερε την είδηση: «Δήμητρα, Κυρία, σε που φέρνεις την ωριμότητα και σκορπίζεις πλούσια δώρα, ποιός άρπαξε την Περσεφόνη και πλήγωσε τόσο βαθιά στην καρδιά σου; Άκουσα τη φωνή του, αλλά δεν είδα ποιός ήταν. Θα σου ‘λεγα την αλήθεια.» Χωρίς να βγάλει λέξη η κόρη της Ρέας πετάξανε μαζί με την Εκάτη, με τους δαυλούς τους αναμμένους, στον Ήλιο, τον κατάσκοπο θεών και ανθρώπων. Στάθηκαν μπροστά στ’ άλογά του. Η μεγάλη θεά ρώτησε για την κόρη της και για κείνον που την άρπαξε. Ο γιός του Υπερίονος έδωσε την εξής απάντηση: «Κόρη της Ρέας, Δήμητρα, θα το μάθεις αυτό. Σε σέβομαι και συμπονώ μαζί σου για το κορίτσι σου με τα ωραία πόδια. Κανείς άλλος από τους αθάνατους δεν είναι υπεύθυνος παρά ο Ζευς, που έδωσε το κορίτσι να το κάνει γυναίκα του ο αδελφός του ο Άδης. Κι αυτός με το άρμα του παρέσυρε με τη βία το κορίτσι στο βασίλειο του σκοταδιού, χωρίς να γνοιάζεται για τα δυνατά κλάματά σου. Αλλά συ, θεά, άφησε τους θρήνους. Είναι περιττό να οργίζεσαι έτσι απελπισμένα. Ο αδελφός σου ο Άδης, που τώρα έγινε γαμπρός σου, δεν είναι βέβαια ένας περιφρονημένος θεός. Λατρεύεται από το ένα τρίτο του κόσμου από τον καιρό της μοιρασιάς και κει όπου κατοικεί είναι βασιλιάς.» Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Στις 21 Μαρτίου (κατά την εαρινή ισημερία) και ώρα 20:00, η Τίνα Λυγδοπούλου αφηγείται παραμύθια για τις «ό,τι καρτερά ν’ ανθίσει».
Κι ανθίζουν άνθη, βλασταίνουν σπόροι και μαζί τους ανθίζουμε κι εμείς – κάτι νέο αναδύεται, όπως ξεδιπλώνονται με περισσή τρυφερότητα και δύναμη τα φύλλα των δέντρων να προϋπαντήσουν την άνοιξη, τη ζωή, κάθε τι που αλλάζει μορφές κι ας παραμένει ίδιο στην ουσία του.
Εν συντομία: παραμύθια και μύθοι για την άνθιση.
Στο πλαίσιο μιας μέρας που περικλείει διαφορετικές «ματιές» στην άνοιξη: σβόλοι, ανθοϊάματα και μουσικές και άλλα τόσα.
Στο βιβλιοπωλείο ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ, Μάρκου Μουσούρου 22 στο Μετς (χάρτης).
Ύστερα από
σδφσδγφσ τόσον πόνο
σδφσδγφσ σδφσδγφσ ο Θεός
το γνώριζε
σδφσδγφσ πως
σδφσδγφσσδσ θα γινόμουν
αηδόνι –
σδφφσ Δεν βλέπεις
σδφσδγφσ σδφσφσ λοιπόν
άνοιξή μου;
σδφσδγφσ Το χέρι σου
σδφσδγφσ σδφσδγδφσ άνθισε –
Σήμερα
σδφσσ γύρω
δγφσ σδφσ στα πέντε σου
δάχτυλα
σδφσδσ πέντε φωλιές
με γαλάζια
σδφσδγφσ πουλιά
σδφσδγφσ σδφσσ αναστάτωσαν
την
φσ επουράνια
σδφσδγφδφσ τάξη –
Δε βγαίνεις;
σδφσδγφσ Δε βγαίνεις
σδφσδγφσ σδφδσδγφσ να τα
μαλώσεις
σδφσδγσ και λίγο
σδφσδγφσ σδφσ λοιπόν
άνοιξή μου;
σδφσδγφσ Οι φωνές τους
σκορπίσαν
σδφσδγφσ τα χρώματα
σδφσδγφσ σδφσδγφσ έχουν
κάνει
σδφσ άνω κάτω
σδφσδγφσ σδσ του ήλιου
σδφσδγφσ σδφσδγφφψσ το φως.
Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος (1999:182-183) ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Τόμος Δεύτερος, Σειρά Τρία Φύλλα, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα
Πεντέλη, ἄνοιξη
Εἴμασταν χαρούμενοι ὅλοι ἐκεῖνο τὸ πρωὶ
θεέ μου πόσο χαρούμενοι.
Πρῶτα γυάλιζαν οἱ πέτρες τὰ φύλλα τὰ λουλούδια
ἔπειτα ὁ ἥλιος
ἕνας μεγάλος ἥλιος ὅλο ἀγκάθια μὰ τόσο ψηλὰ στὸν οὐρανό.
Μιὰ νύμφη μάζευε τὶς ἔνοιές μας καὶ τὶς κρεμνοῦσε στὰ δέντρα
ἕνα δάσος ἀπὸ δέντρα τοῦ Ἰούδα.
Ἐρωτιδεῖς καὶ σάτυροι παῖζαν καὶ τραγουδοῦσαν
κι ἔβλεπες ρόδινα μέλη μέσα στὶς μαῦρες δάφνες
σάρκες μικρῶν παιδιῶν.
Εἴμασταν χαρούμενοι ὅλο τὸ πρωΐ
ἡ ἄβυσσο κλειστὸ πηγάδι
ὅπου χτυποῦσε τὸ τρυφερὸ πόδι ἑνὸς ἀνήλικου φαύνου
θυμᾶσαι τὸ γέλιο του: πόσο χαρούμενοι!
Ἔπειτα σύννεφα βροχὴ καὶ τὸ νοτισμένο χῶμα
ἔπαψες νὰ γελᾶς σὰν ἔγειρες μέσα στὴν καλύβα
κι ἄνοιξες τὰ μεγάλα σου τὰ μάτια κοιτάζοντας
τὸν ἀρχάγγελο νὰ γυμνάζεται μὲ μία πύρινη ρομφαία-
«Ἀνεξήγητο» εἶπες «ἀνεξήγητο
δὲν καταλαβαίνω τοὺς ἀνθρώπους
ὅσο καὶ νὰ παίζουν μὲ τὰ χρώματα
εἶναι ὅλοι τους μαῦροι».
Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/george_seferis
Συζητούσα με μία φίλη που συνηθίζει να με εμπνέει με τα λόγια της, για τη σημασία που έχει το να ενθαρρύνει κανείς την ευγνωμοσύνη προς τη φύση, όταν μου είπε κάτι που έκτοτε συνοδεύει τις σκέψεις μου. «Η ομορφιά είναι μια πύλη.» Έχοντας διδαχθεί μ’ επώδυνο τρόπο πόσο λίγο φαίνεται να εκτιμούν οι άνθρωποι το φυσικό μας κόσμο – όσο κι αν προσπαθεί κανείς να τους μιλήσει για τη σημαντικότητά του – η φράση της άγγιξε μια εσωτερική χορδή. Καθένας έχει ν’ ανακαλύψει το δικό του τρόπο να εισέλθει στον κόσμο, τη δική του πύλη και άραγε υπάρχει καταλληλότερος από την ομορφιά;
Πράγματι, η ομορφιά είναι η πύλη μέσω της οποίας καταφέρνουμε να αναγνωρίσουμε την αξία της φύσης, αλλά και του να είναι κανείς παρόν, να παραμένει γαλήνιος, να είναι σε θέση να σταθεί ακίνητος για μια στιγμή – στο μέσον μιας πολυάσχολης μέρας – και να νιώσει δέος για τη ζωή.
Πρόκειται για μια πύλη που επιτρέπει τη σύνδεση, την αίσθηση της αντήχησης των άλλων μορφών ζωής εντός μας, αλλά και τη συνειδητοποίηση ότι υπάρχουμε επειδή υπάρχει και κάτι άλλο πέρα από εμάς τους ίδιους.
Πρόκειται για μια πύλη προς την ίαση. Προς την ανάπαυση του σώματος και το νου, το άνοιγμα της καρδιάς. Προς την ειρήνη.
Η αναζήτηση της ομορφιάς και της αρμονίας ορίζει πολλά από όσα πράττουμε και μας έχει οδηγήσει σε μία όλο και αυξανόμενη ανάγκη για κατανάλωση, καθώς επιδιώκουμε να ομορφύνουμε τους εαυτούς μας, τα σπίτια μας, τα ρούχα που φοράμε, αλλά και τα παιδιά μας, αγοράζοντας όλο και περισσότερα αντικείμενα.
Παρόλα αυτά, η ομορφιά δεν είναι κάτι το στατικό και αυτός είναι ο λόγος που δεν καταφέρνουμε να κορέσουμε την ανάγκη μας για ομορφιά μακροπρόθεσμα, όσα κι αν αγοράσουμε. Είναι εκ φύσεως φευγαλέα, μεταβαλλόμενη και κάθε φορά λαμβάνει μια νέα, διαφορετική μορφή. Ακόμα κι αν ένα αντικείμενο παραμένει ίδιο κι απαράλλαχτο στο χρόνο, το βλέμμα που το “αγκαλιάζει” διαφοροποιείται. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
1.
άνοιξη! μάης –
το παντού είν’ εδώ
(με ένα χάμω πάνω χάμω
και το πουλί στο κλαδί)
πώς όμως; γιατί;
– δεν μας είν’ εμάς γνωστό
(φίλα με άρα) σεμνή μου γλυκιά με λαχτάρα και πιο
λατρευτή μου στον κόσμο αυτό
(πέθανε! ζήσε!)
το νέο είν’ τ’ αληθινό
και το να χάνεις το να έχεις
– μα δεν μας είν’ εμάς γνωστό –
γενναίος! γενναία
(αντέχω΄ αντέχεις; απόψε η γη
κι ο ουρανός γίναν ένα) ω χαρούμενή μου τόσο, εσύ που για μένα
η νεαρή μου αγάπη είσαι
γιατί όμως; πώς;
δεν μας είν’ εμάς γνωστό
(μ’ ένα πάνω χάμω πάνω
μες στην άνοιξη στον μάη)
πέθανε! ζήσε
(χαμένο τίποτα δεν πάει: το για πάντα είν’ εδώ)
και δέντρο μου στα ξαφνικά που ανθοβολείς, χόρευε εσύ
– εγώ θα τραγουδώ
[…]
3.
τον καιρό του ασφόδελου (που γνωρίζει
πως στόχος του ζην είναι ν’ ανθίζεις)
το γιατί ξεχνώντας, θυμήσου το πώς
τον καιρό της πασχαλιάς που διακηρύσσει πως το
να ονειρεύεσαι είναι του ξυπνήματος μόνος σκοπός
(ξεχνώντας το φαίνεται) θυμήσου το τόσο
τον καιρό των ρόδων (που εκπλήσσουν σαν άβυσσος
το εδώ και το τώρα μας με παράδεισο)
ξεχνώντας το αν, θυμήσου το ναι
τον καιρό των γλυκών παραπέρα πραγμάτων
ό,τι και αν κατανοεί ο νους εκ των θαυμάτων
θυμήσου το ψάχνω (ξεχνώντας το βρίσκω)
και σ’ ένα μυστήριο που θα έλθει να σώσει
(όταν απ’ τον χρόνο ο χρόνος μάς ελευθερώσει)
ξεχνώντας με, θυμήσου με
[…]
ee cummings
Στη μεγάλη αίθουσα του δημαρχείου της πόλης όπου ζούσε ο Νασρεντίν, ήρθε να δώσει ομιλία ένας διάσημος σοφός. Όλη η πόλη είχε μαζευτεί εκεί για να ακούσει τον λόγο του σοφού και βέβαια κι ο Νασρεντίν, που κάθισε στην πρώτη σειρά. Η ομιλία άρχισε και πολύ γρήγορα ο Νασρεντίν βαρέθηκε με τις κοινοτυπίες που άκουγε. Κάποια στιγμή, ο σοφός ομιλητής είπε:
– Τι παράξενοι κι αχάριστοι που είναι οι άνθρωποι! Ποτέ τους δεν είναι ευχαριστημένοι με τίποτα! Το χειμώνα παραπονιούνται ότι παρακάνει κρύο, ενώ το καλοκαίρι παραπονιούνται ότι παρακάνει ζέστη.
Οι ακροατές της ομιλίας κούνησαν βαθυστόχαστα το κεφάλι τους, γιατί πίστευαν ότι κάνοντάς το αυτό, συμμετείχαν στην ουσία της σοφίας του ομιλητή.
Ο Νασρεντίν χωρίς να βγει εντελώς από την αφηρημάδα του, σήκωσε τα μάτια του προς τον σοφό ομιλητή και του είπε:
– Δεν έχεις προσέξει ότι για την άνοιξη, δεν παραπονιέται κανένας;
Άνοιξη θρύψαλο μενεξεδί
Άνοιξη χνούδι περιστέρας
Άνοιξη σκόνη μυριόχρωμη
[…]
Άνοιξη πίκρισμα του σκίνου
Άνοιξη άζωτο της αμασχάλης
Άνοιξη σουσάμι αόρατο
[…]
Άνοιξη μυρμηγκιά της μέρας
Άνοιξη αίμα του βολβού
Άνοιξη οπλοπολυβόλο απύλωτο
Στων ωραίων γυναικών τα χέρια
Όπου τύχει
Ριπές θανάτου
Εκατομμύρια σπερματοζωάρια
Στων ωραίων γυναικών τα χέρια
Τα δυνατά λουλούδια με τον ήλιο μέσα τους
[…]
Άνοιξη τσίτι τσιτωμένο
Άνοιξη σφήκα του χεριού
Άνοιξη «μη» «θα μας δούνε τέρας»
[…]
Άνοιξη μούρο αδάγκωτο
Άνοιξη βιδωτό φιλί
Άνοιξη χάσμα της λιποθυμιάς
[…]
Άνοιξη 37 και 2
Άνοιξη Love Amour και Liebe
Άνοιξη no nein και non. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Κι όμως είναι εδώ. Δε διστάζει, μόνο προχωρεί γοργά στολίζοντας άνθη τη γη και μυρωδιές τον αέρα.
Τί ονειρεύονται οι ρίζες των δέντρων κάτω από την επιφάνεια της Γης; Πώς συνομιλούν με τα πόδια μας οι βράχοι και τα μικρά χαλίκια;
Ως γέφυρες οι ασφόδελοι τεντώνονται ν’ αγγίξουν το άπειρο.
Πιο ταπεινές οι αρνόγλωσσες, ντροπαλές μέσα στη χνουδωτή τους τρυφερότητα – τις παρατηρεί μόνο όποιος έχει μάθει ν’ αγαπά (κάπου-κάπου έστω) και το «γκρίζο».
Παρακάτω τ’ ορνιθόγαλο. Στραμμένο ψηλά, ανοιχτό. Πρέπει να μπορείς να παραμένεις ευάλωτη, αν θες να είσαι δυνατή.
Γύρω μου οι άνθρωποι μιλάνε για πόλεμο. Κάνουν πόλεμο με χίλιους τρόπους. Μόνο που κοιτάνε πάντοτε τον πόλεμο των άλλων. Ποτέ τον δικό τους. Πόσο να παλέψεις όμως και με ποιόν; Μπορείς να πολεμήσεις τη θάλασσα;
Κάθε απόγευμα, φεύγοντας απ’ το σχολείο, τα παιδιά τόχαν συνήθεια να παίζουν στον κήπο του γίγαντα.
Ήταν ένας πελώριος μαγευτικός κήπος, μ’ απαλή πράσινη χλόη και χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια όμοια μ’ αστέρια κι ακόμα, εδώ κι εκεί, δώδεκα ροδακινιές φορτωμένες ρόδινα κι ολόλευκα ντελικάτα ανθάκια απ’ της άνοιξης τ’ άγγιγμα, που το φθινόπωρο βάραιναν απ’ τα πολύχυμα φρούτα.
Τα πουλιά κάθονταν στα δέντρα και κελαϊδούσαν τόσο γλυκά, που τα παιδιά σταματούσαν το παιχνίδι για να τ’ ακούσουν. «Πόσο ευτυχισμένα είμαστε εδώ!», έλεγαν αναμεταξύ τους.
Κάποια μέρα ο γίγαντας γύρισε. Εφτά ολάκερα χρόνια ήταν σ’ επίσκεψη, στο φίλο του το δράκο της Cornish, κι όταν τα χρόνια πέρασαν κι εκείνος είχε τελειώσει ότι είχε να πει – αφού δεν είχε και πολλά να συζητήσει – αποφάσισε το γυρισμό στο κάστρο.
Την ώρα που ‘φτασε, αντίκρυσε τα παιδιά, να παίζουν στον κήπο.
«Τί δουλειά έχετε εδώ;», φώναξε μ’ οργή και τα παιδιά το ‘βαλαν στα πόδια τρομαγμένα.
«Ο κήπος είναι μοναχά δικός μου», είπε ο γίγαντας: «Όλοι μπορούν να το καταλάβουν, και δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να παίζει εδώ, έξω από μένα».
Κι έτσι, έχτισε έναν πελώριο τοίχο ολόγυρα στον κήπο, κι ύστερα, κάρφωσε μια πινακίδα που ‘λεγε:
Οι παραβάται
τιμωρούνται.
Ήταν, αλήθεια, ένας πολύ σκληρόκαρδος γίγαντας.
Τα δύστυχα τα παιδιά τώρα δεν είχαν μέρος να παίξουν. Δοκίμασαν να παίξουν στο δρόμο, όμως ήταν γεμάτος σκόνη και στουρναρόπετρες και δεν τους άρεσε.
Βάλθηκαν τότε να περιπλανιώνται γύρω απ’ τους ψηλούς τοίχους, όταν τέλειωναν τα μαηματά τους, νοσταλγώντας τον όμορφο κήπο.
«Πόσο ευτυχισμένοι ήμασταν εκεί!», έλεγαν αναμεταξύ τους.
Κι ύστερα ήρθε η άνοιξη.
Η εξοχή γιόμισε από μικρά μπουμπούκια και πουλάκια. Μονάχα στον κήπο του Σκληρόκαρδου Γίγαντα ήταν ακόμη χειμώνας.
Τα πουλιά ούτε που νιάστηκαν να τραγουδήσουν για κείνον, αφού δεν υπήρχαν παιδιά εκεί, και τα δέντρα λησμόνησαν ν’ ανθίσουν. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Ὁ ἄνεμος ρέει μέσα στὴν καρδιά μας
Σὰν οὐρανὸς ποὺ ἔχασε τὸ δρόμο
Δέντρα προσπαθοῦν νὰ τοῦ δέσουν τὰ χέρια
Ἀλλὰ μάταια κοπιάζουν
Ὁ ἄνεμος ἀναπνέει μέσα στὴν καρδιά μας
Σὰν στρατὸς ποὺ ὁρμάει στὸν ἀγῶνα
Τὸν καλωσορίζει ἡ ἄνοιξη στὴν κοιλάδα
Τὸν χαιρετᾶνε τ᾿ ἀρώματα τῆς γῆς
Ἡ ἄνοιξη εἶναι μία παρθένα ποὺ δὲν τὴν ξέραμε
Καὶ ὅλους μᾶς φίλησε μὲ θάρρος προτοῦ τὸ ζητήσουμε
Τώρα ἀγκαλιάζει τὸν ἄνεμο καὶ κάνει σὰν τρελὴ
Κι ἀναγκάζει κι ἐμᾶς νὰ τὸν ἀγαπήσουμε
Η Άνοιξη έρχεται αργά και ήσυχα
επιτρέποντας στο Χειμώνα ν’ αποσυρθεί
αργά και ήσυχα.
Τα χρώματα του βουνού τ’ απόγευμα
κουδουνίζουν με νοσταλγία.
Το τρομερό λουλούδι του πολέμου
άφησε παντού τα χνάρια του –
αμέτρητα πέταλα χωρισμού και θανάτου
σε λευκό και βιολετί.
Με τρυφερότητα ανοίγει η πληγή στα βάθη της καρδιάς μου.
Το χρώμα της το χρώμα του αίματος,
η φύση της η φύση τ’ αποχωρισμού.
Η ομορφιά της Άνοιξης με σταματά.
Πως θα μπορούσα να βρω άλλο μονοπάτι προς το βουνό;
Υποφέρω. Η ψυχή μου είναι παγωμένη.
Η καρδιά μου δονείται όπως η εύθραυστη χορδή ενός λαούτου
π’ αφέθηκε έξω, νύχτα, στην καταιγίδα.
Ναι, είναι πράγματι εκεί. Η Άνοιξη ήρθε στ’ αλήθεια.
Κι όμως ακούγεται κι o θρήνος
ξεκάθαρα, δίχως την παραμικρή αμφιβολία,
μαζί με τους όμορφους ήχους των πουλιών.
Μόλις γεννήθηκε η πρωινή πάχνη.
Η πνοή της Άνοιξης στο τραγούδισμά της
εκφράζει την αγάπη και την απόγνωσή μου.
Τόσο αδιάφορος ο κόσμος. Γιατί;
Ήρθα μόνος μου σε τούτο το λιμάνι,
και τώρα φεύγω πάλι μόνος.
Είναι τόσοι οι δρόμοι που οδηγούν στην πατρίδα.
Μου μιλούν μέσα από τη σιωπή. Επικαλούμαι το Απόλυτο.
Η Άνοιξη ήρθε σε κάθε
γωνιά των δέκα κατευθύνσεων.
Αλίμονο, το τραγούδι της δεν είναι παρά
το τραγούδι μιας αποχώρησης.
…ή όπως είπε ένας καλλιεργητής, ο Πάνος Μανίκης πρόσφατα «στη Γη αρέσει να είναι ντυμένη» – http://www.naturalfarming.eu/