You are currently browsing the tag archive for the ‘πόλη’ tag.
Άνθρωποι της πόλης
πουλώ σας το καπέλο μου
ομπρέλλα από χιόνι
Basho
Κάτι σκονισμένο, κουρασμένο
κομπρεσέρ
βράδυ στην παραλία:
μουσική και κύκλοι εσωστρέφειας
«απαγορεύεται να κάθεστε σ’ αυτό το σημείο της άμμου»
ήχοι από φλογέρα, καθόλου αγάπη
και μετά τζιτζίκια και ζέστη
παραθυρόφυλλα ερμητικά κλειστά
«τί είπες, ρε;»
χώρος για παρκάρισμα
μπάνιο κι όχι μπάνιο
που να σταθείς;
τσιμέντο
το παιδί στο απέναντι μπαλκόνι πυροβολεί με καψούλια νον-στοπ
μια καθημερινή αγριότητα
δύσκολα αντέχεται
φίλοι παρόντες-απόντες
καμμία ανατροπή εντός, όλα ίδια κι απαράλλαχτα.
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα,
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθειά μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου – σαν νεκρός – θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμό αυτόν θα μένει.
‘Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού – μη ελπίζεις –
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (περίοδος 1905-1915) από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εκδόσεις Γ. Οικονόμου, Αθήνα
Εκεί που τρέχει, ποιος ξέρει κάποτε μπορεί να έτρεχε νερό. Μου αρέσει να το σκέφτομαι έτσι. Ναι ξέρω δεν είναι ποτάμι. Αλλά εγώ έτσι το λογαριάζω μερικές φορές για να σκεφτώ τη μνήμη του νερού και τη ροή. Σε μια κοίτη μέσα μπαίνουμε που ενώνει τη θάλασσα και το λιμάνι με το κέντρο της πόλης και μετά με τους πρόποδες του πονεμένου μας βουνού.
Στο σταθμό, οι όχθες πληθαίνουν. Το ποτάμι εδώ διακλαδίζεται σε άνοδο και κάθοδο. Στεκόμαστε στις αποβάθρες με το σώμα και τη ματιά στραμμένα κατά τη μεριά που το περιμένουμε να φανεί. Κάτι ακούγεται στο βάθος. Δεν είναι το δικό μας, έρχεται από την άλλη μεριά και πηγαίνει στον Πειραιά.
Ήρθε και το δικό μας. Καθώς ταξιδεύουμε, αφήνομαι σε εικόνες και ήχους. Προσπαθώ να μαντέψω αν έχουμε όλοι τον ίδιο προορισμό. Ύστερα, χάνουμε για λίγο την επαφή με τον ουρανό. Σαν ένα ποτάμι που δεν το βλέπεις, αλλά το νοιώθεις να κυλά κάπου μυστικά.
Πρόσωπα κουρασμένα, με περίσκεψη στο βλέμμα. Τί να σκέφτονται, μονολογώ σιωπηλά. Η διαδρομή ίδια. Σταματάμε, κάποιοι κατεβαίνουν, ανεβαίνουν άλλοι. Ακούγεται ο ήχος που κάνουν οι πόρτες που ανοιγο-κλείνουν, τα φρένα και πιο σπάνια μια φωνή στο μεγάφωνο που ενημερώνει που βρισκόμαστε. Αν είσαι τακτικός επιβάτης δεν το χρειάζεσαι γιατί φτάνουν όσα βλέπεις για να καταλάβεις δίχως να σκεφτείς.
Και πάμε, όλο πάμε. Θησείο και Μοναστηράκι, προορισμοί αγαπημένοι. Καθώς κυλάμε φωτογραφίζω με το βλέμμα τις αλλαγές που βλέπω. Φτάνουμε Ομόνοια και εκβάλλουμε ορμητικά στις όχθες με τα κίτρινα πλακάκια, εξωραϊσμένα σήμερα και λιγότερο στιλπνά, για να βγούμε ξανά στην επιφάνεια της γης.
Οι δρόμοι γύρω από την πλατεία γεμάτοι κόσμοι. Πηγαδάκια εδώ κι εκεί, απλωμένα πανώ, σημαίες και πικέτες στα χέρια. Πρόσωπα κουρασμένα αλλά χαμογελαστά αναζητούν με το βλέμμα γνωστούς και φίλους. Αγκαλιές, χειραψίες, νεύματα και χαιρετισμοί. Τραγούδια στα μεγάφωνα και κόσμος που έρχεται από όλες τις μεριές, σε ομάδες οργανωμένες ή μπουλούκια – μπουλούκια. Σαν να έβρεξε και φουσκώνουν τα νερά.
Αφήνω πίσω μου την Ομόνοια και τραβώ για τον παραπόταμο της Πατησίων και καθώς βαδίζω με συνεπαίρνει μια αύρα αισιοδοξίας και ενός αισθήματος κοινής μοίρας. Όσο περνάει η ώρα οι κοίτες και οι όχθες πληθαίνουν, η ροή αποκτά πιο ξεκάθαρη κατεύθυνση. Μόλις βρω και γω τους δικούς μου, μπαίνουμε σε σειρά, στοιχιζόμαστε, και πιάνουμε θέση πίσω από τα τύμπανα. Στιγμές – στιγμές στέκομαι και στρέφω το βλέμμα κατά πίσω να δω ως που φτάνει το ποτάμι, να διακρίνω τα όρια. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Αφιερωμένη στα δέντρα ήταν η φετινή Παγκόσμια Ημέρα Αφήγησης…
Στην πόλη μας τα δέντρα σπανίζουν. Συχνά δεν τα βλέπω κι όταν ακόμα τα συναντώ. Χαμένα μέσα σε δρόμους αθέλητα να σκιάζουν μπαλκόνια δίχως φως. Σε πεζοδρόμια να απλώνουν στενάχωρα τις ρίζες τους. Να εμποδίζουν πεζούς και μηχανάκια που θέλουν να τα βγάλουν από τη μέση. Από ζωντανά πλάσματα της φύσης σε στολίδια έχουν μεταμορφωθεί. Μέρος μιας εικόνας οικείας αλλά και ξένης. Τα δέντρα της πόλης. Που και που αποκτούν οντότητα και γίνονται για λίγο δέντρα. Στις πλατείες και τα λιγοστά φαρδιά πεζοδρόμια ή τους πεζόδρομους. Μεταμορφώνονται και μεταμορφώνουν τη ματιά μας.
Καθώς χαζεύω από το λεωφορείο αντικρύζω τους πληγωμένους φοίνικες στην Πύλη του Αδριανού και το Ζάππειο. Με το κίτρινο της αρρώστειας να κατακτά τα πράσινα φύλλα τους ή τους ψηλούς κορμούς τους να στέκουν ά-φυλλοι, ορφανοί. Μνημεία της αδιαφορίας αντί για δέντρα. Χρόνια γνωστή η αρρώστεια και ο κίνδυνός της, χρόνια και η αδιαφορία, τώρα στη θέση τους στην είσοδο του κήπου το κενό.
Βάζω σημάδι ένα πεύκο μοναχικό στη Δημοσθένους. Χρόνια τώρα, τσικνίζεται από τα σουβλάκια, αλλά δεν παραπονιέται γιατί στον ίσκιο του μαζεύεται κόσμος και έχει συντροφιά τα βράδυα του καλοκαιριού. Και μετά στρέφει το βλέμμα πότε κατά τον Αη Γιώργη στο λόφο και πότε κατά τις Τζιτζιφιές στη θάλασσα. Και ονειρεύεται μια ομορφιά που χάθηκε. Κάθε που περνώ του λέω καλησπέρα. Καλησπέρα κι ευχαριστώ.
Και ύστερα όσο πλησιάζω στο σπίτι χαζεύω τις νερατζιές.
“Γιατί κανείς δε μαζεύει τα πορτοκάλια;”
“Δεν είναι πορτοκάλια.”
“Τι είναι;”
“Νεράτζια.”
“Και γιατί φυτεύουμε νεράτζια που δεν τρώγονται;”
Την άνοιξη που μοσχοβολάνε για μια δυο βδομάδες όταν δένουν τον ανθό στολισμένες με κατάλευκα ανθάκια περνώ και ευφραίνομαι. Παραγκωνισμένα κι ωστόσο αειθαλώς γενναιόδωρα. Τα δέντρα της πόλης. Θέλω να σας ζητήσω συγγνώμη και ύστερα να πάρω τις μπογιές μου και να ζωγραφίσω. Όσο πιο πολλά μπορώ, ψηλά και πιο κοντά, με λεπτούς κορμούς και πιο χοντρούς, με κλαδιά απλωτά και ολόισια καταπάνω, με φύλλα πράσινα, κοκκινωπά, ριγιέ και άλλα. Με καρπούς φορτωμένα και άνθη. Θέλω να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου που σαν σημεία στίξης των εποχών και της φύσης απτόητα αγαπάτε.
Βρήκα το παρακάτω άρθρο στο μπλογκ του Process Work. Συγγραφέας του η Φωτεινή Τσαλίκογλου (καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας) και τίτλος «Αθηναϊκές Ουτοπίες: Άστεγοι & Ψυχολόγοι – Ο Ρόλος του Ψυχολόγου σε Μια Πόλη που Βουλιάζει». Το παραθέτω λοιπόν εδώ…
Η μεταμορφωμένη νέα Αθήνα περιλαμβάνει εικόνες ενός ανοίκειου τόπου. Χαρτόκουτα , κουβέρτες, πλαστικά σκεπάσματα, μελαγχολικοί σκύλοι που χώνουν τη μουσούδα τους, στα πόδια των άστεγων αφεντικών τους. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας που ανατρέπουν την καθησυχαστική εικόνα του παλαιού εξαθλιωμένου από το αλκοόλ, η τις ουσίες άστεγου.
Τι κάνει ένας ψυχολόγος απέναντι σε μια τέτοια συμπύκνωση ψυχικής και κοινωνικής οδύνης; H ιατρικοποίηση του πόνου, το ενδο-ατομικό βιοιατρικό μοντέλο παροχής βοήθειας μοιάζει όσο ποτέ άλλοτε φτωχό και ανεπαρκές.
Η μόνη ίσως γιατρειά: Να στοιχηματίσεις στο ανέφικτο. Να επιτρέψεις την ουτοπία να σε κερδίσει. Ιδού λοιπόν Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »