You are currently browsing the tag archive for the ‘αναζήτηση’ tag.
Ἀνάσκαψα ὅλη τη γῆ νὰ σὲ βρῶ.
Κοσκίνισα μὲς τὴν καρδιά μου τὴν ἔρημο· ἤξερα
πὼς δίχως τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι πλῆρες
τοῦ ἥλιου τὸ φῶς. Ἐνῷ, τώρα, κοιτάζοντας
μὲς ἀπὸ τόση διαύγεια τὸν κόσμο,
μὲς ἀπὸ σένα – πλησιάζουν τὰ πράγματα,
γίνονται εὐδιάκριτα, γίνονται διάφανα –
τώρα μπορῶ
ν᾿ ἀρθρώσω τὴν τάξη του σ᾿ ἕνα μου ποίημα.
Παίρνοντας μία σελίδα θὰ βάλω
σ᾿ εὐθεῖες τὸ φῶς.
Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/nikhforos_brettakos_poems.htm
Πηγή : http://www.andro.gr/empneusi/jorge-luis-borges/
Κάποτε, πριν καν ο κόσμος πάρει τη σημερινή του μορφή, τους ανθρώπους τους ενοχλούσε ένα παράξενο πνεύμα, το οποίο κατέστρεφε τις στέγες των σπιτιών τους, χαλούσε τα εργαλεία τους και τρυπούσε τα ρούχα τους. Πέρασε λίγος καιρός και οι χωρικοί δεν άντεχαν άλλο, έτσι αποφάσισαν να πάνε στο Θεό-Κοράκι. Όταν τον βρήκαν, είδαν πως ήταν απασχολημένος: δημιουργούσε μια οροσειρά, μήπως και προστατέψει τα φυτά από το βόρειο άνεμο, που δεν άφηνε τίποτα όρθιο. Το Κοράκι δε χάρηκε ιδιαίτερα σαν τους είδε και τους ζήτησε να περιμένουν μέχρι να τελειώσει με τις δουλειές του.
«Δεν μπορούμε να περιμένουμε», είπε ένας άντρας. «Ψάρευα μεσοπέλαγα με τη βάρκα μου κι όλα ήταν γαλήνια, όταν ξαφνικά κάποιος μ’ έριξε στο νερό κι αναποδογύρισε τη βάρκα. Κι εκεί που πίστευα ότι πάει, δεν θα τη γλιτώσω, κάτι με πέταξε πίσω στη βάρκα μου και βρέθηκα μ’ όλα μου τα ψάρια καπέλο.»
«Άκουσες κάτι;», ρώτησε το Κοράκι.
Αυτή τη φορά, μια χορωδία από φωνές προστέθηκε στη φωνή του άντρα. «Κανείς δεν έχει δει κάτι, αλλά έχουμε ακούσει κάτι. Όταν αναποδογύρισε η βάρκα, ένα πνεύμα μονολογούσε «όχι-όχι-όχι» και μόλις βρέθηκα πάλι μέσα στη βάρκα, παρέα με τα ψάρια μου, το ίδιο πνεύμα μουρμουρούσε «ναι-ναι-ναι».»
«Είναι σαν ένα πνεύμα που δεν μπορεί ν’ αποφασίσει τι θέλει», είπε μια γυναίκα. «Αναποδογυρίζει ένα τσουκάλι και ψιθυρίζει «όχι-όχι-όχι» και μετά επιστρέφει το φαγητό στο τσουκάλι λέγοντας «ναι-ναι-ναι». Μας έχει τρελάνει όλους.»
Το Κοράκι αποκρίθηκε: «Δεν είδα, ούτε άκουσα ποτέ το πνεύμα αυτό, αλλά θα έρθω μαζί σας και θα δω τι μπορώ να κάνω.» Οι άνθρωποι συνόδεψαν το Κοράκι στο χωριό τους. Ξαφνικά, το Κοράκι ένιωσε κάτι να του τραβά τα φτερά της κεφαλής του. «Σταμάτα αμέσως, με πονάς.» Όποιος κι αν τον μαδούσε, ευθύς σταμάτησε. Κοίταξε γύρω του, αλλά δεν είδε τίποτε πέρα από μια μεγάλη σκιά στο έδαφος. Κατάλαβε πως επρόκειτο για ένα πνεύμα. Το Κοράκι το ρώτησε: «Ποιος είσαι; Γιατί με μαδάς;»
Το Κοράκι άκουσε ένα σιγανό «ναι-όχι-ναι-όχι-ναι-όχι».
«Μόνο αυτό μπορείς να πεις όλο κι όλο;», ρώτησε το Κοράκι.
Και το πνεύμα απάντησε πάλι «ναι-όχι-ναι-όχι».
Το Κοράκι ξαναρώτησε: «Από που έρχεσαι;»
«Έχω χαθεί», του αποκρίθηκε το πνεύμα.
«Πώς γίνεται αυτό;», επέμεινε το Κοράκι.
«Ποτέ δεν κατάφερα να βρω ένα σχήμα δικό μου», του απάντησε ξανά το πνεύμα. «Όταν ήμουν λύκος πεινούσα. Όταν ήμουν αετός ένιωθα μοναξιά. Μπορείς να με βοηθήσεις; Όλοι οι άλλοι με αποφεύγουν.»
Και το Κοράκι του πρότεινε: «Πώς θα σου φαινόταν να γινόσουν φάλαινα; Θα ήσουν το μεγαλύτερο πλάσμα των ωκεανών. Δεν θα ‘χες παρά ν’ ανοίξεις το στόμα σου για να βρεις τροφή.»
«Ναι-ναι-ναι», είπε το πνεύμα. Το Κοράκι χαμογέλασε, αλλά καθώς ετοιμαζόταν να πραγματοποιήσει την επιθυμία του πνεύματος, αυτό είπε «όχι-όχι-όχι, θα ήταν τόσο κουραστικό να κολυμπώ όλη μέρα.»
Το Κοράκι απάντησε «μα αν ήσουν φάλαινα, θα σου άρεσε να κολυμπάς». Όμως το πνεύμα δε συμφωνούσε με τίποτα να γίνει φάλαινα. Τότε το Κοράκι του πρότεινε να το μεταμορφώσει σε μία όμορφη κοπέλα. Στην αρχή το πνεύμα συμφώνησε και μετά αρνήθηκε. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Πριν πάρα πολύ καιρό, δηλαδή σχετικά πρόσφατα, υπήρχε ένας άντρας που με τη μεγάλη του μυλόπετρα άλεθε όλο τ’ αλεύρι του χωριού. Ήρθαν όμως δύσκολοι καιροί για το χωριό κι έτσι του μυλωνά δεν του απέμεινε παρά η μυλόπετρα κάτω από ένα υπόστεγο και μια μεγάλη λουλουδιασμένη μηλιά λίγο πιο πίσω.
Μια μέρα, καθώς προχωρούσε με τ’ ασημόχειλο τσεκούρι του στο δάσος να κόψει ξύλα, ένας παράξενος γέροντας πρόβαλε πίσω από ένα δέντρο. «Δεν υπάρχει λόγος να βασανίζεις τον εαυτό σου κόβοντας ξύλα», τον καλόπιασε ο γέρος. «Θα σε ντύσω στα χρυσά αν μου δώσεις αυτό που στέκεται πίσω απ’ τη μυλόπετρά σου.»
«Μα τι άλλο υπάρχει πίσω από τη μυλόπετρά μου παρά η λουλουδιασμένη μηλιά;», αναρωτήθηκε ο μυλωνάς κι έτσι συμφώνησε με την πρόταση του γέροντα.
«Σε τρία χρόνια από σήμερα, θα έρθω να πάρω αυτό που μου ανήκει», γέλασε θριαμβευτικά ο γέρος άντρας και κουτσαίνοντας εξαφανίστηκε πίσω από τα δέντρα.
Καθώς επέστρεφε ο μυλωνάς συνάντησε τη γυναίκα του. Με μαλλιά λυτά και ποδιά ν’ ανεμίζει έτρεχε προς το μέρος του. «Άντρα μου, άντρα μου, στο γέμισμα της ώρας, βρέθηκε ξαφνικά κρεμασμένο στον τοίχο του σπιτιού μας το καλύτερο ρολόι που μπορείς να φανταστείς, οι ξύλινες καρέκλες μας καλυμμένες με βελούδο και το αδειανό μας ντουλάπι είναι τώρα γεμάτο κυνήγι, ενώ τα μπαούλα και τα κουτιά μας ξεχειλίζουν από λογιώ-λογιώ καλούδια. Πες μου σε παρακαλώ, πώς έγινε αυτό;» Κι ενώ μιλούσε, χρυσά δαχτυλίδια εμφανίστηκαν στα δάχτυλά της και τα μαλλιά της στολίστηκαν με ένα χρυσό διάδημα.
«Ααα», ξεφώνισε με δέος ο μυλωνάς, καθώς και η δική του φορεσιά μεταμορφωνόταν σε σατινένια. Μπροστά στα ίδια του τα μάτια, τα ξύλινα παπούτσια του με τα φαγωμένα τακούνια που τον ανάγκαζαν να περπατά γερμένος προς τα πίσω, μεταμορφώθηκαν κι αυτά σε ένα ζευγάρι καλοφτιαγμένα εξαίσια υποδήματα. «Ε λοιπόν, είναι τα δώρα ενός αγνώστου», μουρμούρισε λαχανιασμένος. «Συνάντησα στο δάσος ένα γέροντα που φορούσε μια μαύρη ρεντικότα και μου υποσχέθηκε μεγάλα πλούτη, αν του έδινα αυτό που βρίσκεται πίσω απ’ τη μυλόπετρά μας. Κι όπως και να ‘χει γυναίκα, σίγουρα δε θα ‘ναι δύσκολο να βρούμε μια άλλη μηλιά να φυτέψουμε.»
«Αχ, άντρα μου», άρχισε να θρηνεί η γυναίκα και το πρόσωπό της μπλάβιασε σαν των πεθαμένων. «Ο άντρας με τα μαύρα ήταν ο διάβολος κι αυτό που στέκεται πίσω απ’ τη μυλόπετρα είναι όντως η μηλιά μας, ναι, αλλά η κόρη μας στέκεται κι αυτή εκεί και σκουπίζει την αυλή με ένα μάτσο από κλαριά ιτιάς.»
Κι έτσι άντρας και γυναίκα επέστρεψαν παραπατώντας σχεδόν στο σπίτι τους, μουσκεύοντας με δάκρυα τα ωραία ακριβά τους ρούχα. Η κόρη τους έμεινε ανύπαντρη για τρία χρόνια, παρόλο που όλοι αναγνώριζαν πως οι τρόποι της και η φτιαξιά της θύμιζαν τη φρεσκάδα των μήλων της πρώιμης άνοιξης. Την ημέρα που ο διάβολος ήρθε να την πάρει, πλύθηκε καλά και φόρεσε ένα λευκό φόρεμα. Έπειτα χάραξε έναν κύκλο από κιμωλία και στάθηκε στο μέσο του. Όταν ο διάβολος άπλωσε το χέρι του να την αρπάξει, μια αόρατη δύναμη τον πέταξε στην άλλη άκρη της αυλής. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Με ελληνικούς υποτίτλους εδώ.
Ἀναζητῶ μίαν ἀκτὴ νὰ μπορέσω νὰ φράξω
μὲ δέντρα ἢ καλάμια ἕνα μέρος
τοῦ ὁρίζοντα. Συμμαζεύοντας τὸ ἄπειρο, νἄχω
τὴν αἴσθηση: ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε μηχανὲς
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγες· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουν στρατιῶτες
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ὅπλα
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγα, στραμμένα κι αὐτὰ πρὸς τὴν ἔξοδο
τῶν δασῶν μὲ τοὺς λύκους· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ἔμποροι
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι σε ἀπόκεντρα
σημεῖα τῆς γῆς ὅπου ἀκόμη δὲν ἔγιναν ἁμαξωτοὶ δρόμοι.
Τὸ ἐλπίζει ὁ Θεὸς
πὼς τουλάχιστο μὲς στοὺς λυγμοὺς τῶν ποιητῶν
δὲν θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ποτὲς ὁ παράδεισος.
Κύριε, είναι ώρα
να βοηθήσεις μια ψυχή
δρόμο να βρει τώρα
η ζωή μου η ρηχή.
Δεν μπορώ να ζω αντίθετα
με Σένα, κι όπου σταθώ
μ’ άγνωστους ρυθμούς κι επίθετα
βοήθεια Σου ζητώ.
Είμαι ακροβάτης
και γυρεύω δικό μου Θεό. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Ποιός ξέρει χελιδόνι,
ποιά θάλασσα σε φέρνει,
και ποιός σε περιμένει,
μ’ αυτόν τον καλό καιρό.
Άσπρο είν’ το στήθος σου,
μαύρες οι φτερούγες σου,
η ράχη σου στο χρώμα της θάλασσας,
κι η ουρά σου σχισμένη στα δυό. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος,
ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε,
ήταν ως τώρα του ανδρός
και δεν μπορώ αλλιώς να το γνωρίσω.
Ποιος είναι και πώς
πιο πολύ μονάχος,
παράφορα, απελπισμένα μονάχος,
τώρα εγώ ή εκείνος;
Πίστεψα πως υπάρχω, θα υπάρχω,
όμως πότε υπήρχα δίχως του
και τώρα,
πώς στέκομαι, σε ποιο φως,
ποιος είναι ο δικός μου ακόμα καϋμός;
Ω, πόσο διπλά υποφέρω,
χάνομαι διαρκώς,
όταν Εσύ οδηγός μου δεν είσαι.
Πώς θα δω το πρόσωπό μου,
την ψυχή μου πώς θα παραδεχτώ,
όταν τόσο παλεύω
και δεν μπορώ ν’ αρμοστώ.
«Ότι διά σου αρμόζεται
γυνή τω ανδρί.»
Δεν φαίνεται ακόμα το τραγικό
του απρόσωπου, ούτε κι εγώ
δεν μπορώ να το φανταστώ ακόμα, ακόμα.
Τι θα γίνει που τόσο καλά,
όσα πολλά ξέρω και γνωρίζω καλλίτερα,
πως απ’ το πλευρό του δεν μ’ έβγαλες.
Και λέω πως είμαι ακέραιος άνθρωπος
και μόνος. Δίχως του δεν εγινόμουν
και τώρα είμαι και μπορώ
κι είμαστε ζεύγος χωρισμένο, εκείνος
κι εγώ έχω το δικό μου φως,
εγώ ποτέ, σελήνη,
είπα πως δεν θα βαστώ απ’ τον ήλιο
κι έχω τόσην υπερηφάνεια
που πάω τη δική του να φτάσω
και να ξεπεραστώ, εγώ,
που τώρα μαθαίνομαι και πλήρως
μαθαίνω πως θέλω σ’ εκείνον ν’ αντισταθώ
και δεν θέλω από κείνον τίποτα
να δεχτώ και δε θέλω να περιμένω.
Δεν κλαίω, ούτε τραγούδι ψάλλω.
Μα γίνεται πιο οδυνηρό το δικό μου
ξέσκισμα που τοιμάζω,
για να γνωρίσω τον κόσμο δ’ εμού,
για να πω το λόγο δικό μου,
εγώ που ως τώρα υπήρξα
για να θαυμάζω, να σέβομαι και ν’ αγαπώ,
εγώ πια δεν του ανήκω
και πρέπει μονάχη να είμαι,
εγώ, η άνθρωπος.
Ζωή Καρέλλη «Η Άνθρωπος», Τα Ποιήματα, ΙΙ, σ.σ. 123-24
Τα βήματά μας αντηχούν ακόμη
Μέσα στο δάσος με τον βόμβο των εντόμων
Και τις βαρειές σταγόνες απ’ τ’ αγιάζι
Που στάζει στα φυλλώματα των δένδρων
Κ’ ιδού που σκάζει μέσα στις σπηλιές
Η δόνησις κάθε κτυπήματος των υλοτόμων
Καθώς αραιώνουν με πελέκια τους κορμούς
Κρατώντας μεσ’ στο στόμα τους τραγούδια
Που μάθαν όταν είτανε παιδιά
Και παίζανε κρυφτούλι μεσ’ στο δάσος.
ζζχψ
Α. Εμπειρίκος (1990) ΑΙ ΓΕΝΕΑΙ ΠΑΣΑΙ Ή Η ΣΗΜΕΡΟΝ ΩΣ ΑΥΡΙΟΝ & ΩΣ ΧΘΕΣ, Εκδ. Άγρα
…το μόνο που αφήνεις σ΄αυτόν τον κόσμο, είναι αυτό που έχεις χαρίσει.
Και το μόνο πράγμα που μπορείς να χαρίσεις στις επόμενες γενιές, είναι μια Συγκινητική Αφήγηση.
Xαϊνης Δημήτρης Αποστολάκης: Πρέπει να κάμομε μια παληκαριά ενηλικίωσης
ΠΗΓΗ: TVXS
υ.γ. περισσότερο απ’ όλα, η ανάρτηση αυτή είναι μια υπενθύμηση για το πόσο πολύ ανάγκη έχει η δημιουργική διεργασία τις μεταξύ μας σχέσεις, τη μεταξύ μας αλληλεπίδραση. Ξύπνησα το πρωί και βρήκε αυτό το άρθρο-επικοινωνία της Τίνας, κι ήρθε κι έκατσε πάνω σε δική μου αναζήτηση μια μέρα πριν τις ‘εκλογές’… θυμήθηκα πόσο ο χώρος αυτός που δημιουργήσαμε/δημιουργούμε είναι για μένα πάνω απ’ όλα χώρος αναζήτησης μιας νέας Φαντασιακής Αφήγησης, πόσο τον αγαπάω αυτό το χώρο και τις σχέσεις/συνδέσεις που εμπνέει. Κλείνω τον κύκλο αναρτώντας το άρθρο-επικοινωνία, στον χώρο αυτό, ανοίγοντάς το στην ευρύτερη κοινότητα . Με μια ευχή αλληλοεπίδρασης. Με όνειρο τις πολλαπλές αφηγήσειςπου ίσως να πυροδοτήσει…
Με ελληνικούς υποτίτλους εδώ: http://dotsub.com/view/1e49f04b-7e27-4401-9705-ade5510e28d0