You are currently browsing the tag archive for the ‘νερό’ tag.
Το Σάββατο, 17 Ιανουαρίου και ώρα 20:00, η Τίνα Λυγδοπούλου αφηγείται παραμύθια (για ενήλικες και μεγαλύτερα παιδιά).
«Παραμύθια για ταραγμένα νερά»
Το νερό δεν ψεύδεται. Όταν είναι γαλήνιο χαρίζει μια ψευδαίσθηση ακινησίας, όταν είναι αγριεμένο αναδιπλώνεται και σφυρίζει, ορμά δεξιά κι αριστερά ή κατακρημνίζεται. Ως ωκεανός, ως θάλασσα μικρή, ως ποταμός ή λίμνη το νερό μας καλεί να το πλησιάσουμε. Πλησιάζοντάς το, πλησιάζουμε τον εαυτό μας.
Και είναι ιδιαίτερες οι δεξιότητες όσων καλούνται να διασχίσουν νερά ταραγμένα. Να προχωρήσουν έχοντας κατά νου την πορεία τους, αλλά και τι επιζητά το νερό.
Μία αφήγηση για πλεύσεις σε νερά ταραγμένα λοιπόν…
Στο βιβλιοπωλείο Περιπλανήσεις, Μάρκου Μουσούρου 22 στο Μετς. Χάρτης εδώ.
[…] «Το νερό δεν αντιστέκεται. Το νερό ρέει. Όταν βουτάς το χέρι σου μέσα του, το μόνο που νιώθεις είναι ένα χάδι. Το νερό δεν είναι συμπαγής τοίχος, δεν θα σου σταθεί εμπόδιο. Όμως πάντοτε κυλά προς την κατεύθυνση που επιλέγει αυτό και τίποτε τελικά δεν μπορεί να του αντισταθεί.
Το νερό είναι υπομονετικό. Καθώς το νερό στάζει σταδιακά σιγοτρώει το βράχο. Να το θυμάσαι αυτό παιδί μου.
Να θυμάσαι ότι είσαι κατά το ήμισυ νερό. Αν δεν μπορείς να αποφύγεις ένα εμπόδιο, παρέκαμψέ το. Αυτό κάνει το νερό.» […]
Πηγή: Margaret Atwood (2005) PENELOPIAD, Canongate Myth Series, Canada
Προτού ιστορήσουμε αυτό το περιστατικό, να πούμε δυό λόγια για τις συνήθειες της αρκούδας. Κι αυτή, όπως ο άνθρωπος, ξέρει να χαστουκίζει και να φτύνει.
Ο δημοσιογράφος Ογούζ Τοκταμίς, λέει:
«Ο παππούς μου, που είναι από κάποιο χωριό του Γκεντίζ, καθώς δούλευε στο χωράφι του, θέλησε να κάνει την ανάγκη του. Έψαξε και βρήκε κατάλληλο μέρος και για να μη φαίνεται, και για να πλυθεί εύκολα. Ήταν σε συστάδα από δέντρα, κοντά σε μια πηγή. Σε λίγο ακούστηκε ένας θόρυβος, κάτι σαν βηματισμοί. Ανάμεσα απ’ τις ιτιές και τις πυκνές καλαμιές, πρόβαλε μια μεγάλη αρκούδα. Τα χρειάστηκε ο παππούς μου, απ’ το φόβο «του κόπηκαν τα ήπατα…»
Η αρκούδα θέλησε να πιεί νερό απ’ την καθαρή πηγή. Μόλις ακούμπησε το στόμα της στο νερό, τραβήχτηκε μεμιάς. Κάτι της μύριζε άσκημα. Κείνη τη στιγμή έπεσε η ματιά της πάνω στον παππού μου. Καθώς ήταν αυτός καθισμένος ανακούρκουδα, θέλησε να σηκωθεί, δεν τα κατάφερε όμως. Τότε, τον πλησίασε η αρκούδα, στηρίχτηκε όρθια στα πίσω πόδια της, κι αφού τον ζύγισε με τη ματιά της, του άστραψε δυό χαστούκια και τον έφτυσε κατάμουτρα. Και δίχως να πιεί νερό απ’ την πηγή, κουνάμενη-σεινάμενη, έφυγε βαδίζοντας αργά-αργά».
Αζίζ Νεσίν (1979:82-83) Η ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΖΩΩΝ, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα.
Περισσότερες φωτογραφίες της Shahnaz Parvin εδώ.
Διασυρόμενα διαπομπευόμεθα και χάνουμε στα ζάρια
Μα τίποτε δεν μας εμποδίζει
Να σηκωθούμε να σαλπάρουμε
Σαν τους καλούς μας στοχασμούς
Και να ξεφύγουμε να ξεχυθούμε
Στα κύματα που μας προσμένουν.
σφσ
Οι διαστολές έχουν και αυτές κάποιαν ανάγκη
Δεσμεύονται στους πόνους των
Γελούνε νευρικά μέσ’ στις πτυχές των γέλιων των
Μαζεύουν δίχτυα και ξυλοκοπούν τα περασμένα
Πάντα σαν κήρυκες που παρακάμπτουν τ’ ακρωτήρια
Κάθε αντιξοότητος που συναντούν μπροστά των.
δφσδφ
Προσχώσεις δεν υπάρχουν δίχως αίματα
Εκρήξεις δεν υπάρχουν δίχως λάμψεις
Δριμύς ο ρήτωρ της μεταρρυθμίσεως
Των σκηνικών διακόσμων ρασοφόρων
Που κρύβουν βρέφη μέσ’ στα ράσα των
Αναφανδόν διοχετεύοντες τον φόβον
Κάθε αλλαγής κάθε συμβιβασμού των άστρων
Με τις γλυκειές γυναίκες των αγάδων.
σδφσφ
Η θλίψης των ξεσχίζει τα χαρέμια
Και τρέχουν οι λαλάδες με λουλάδες
Οι καταχνιές των ενδοψυχικών διενέξεων
Οι συγκρούσεις των ενδοκομματικών πολέμων
Αναξέουν τις πληγές και επικαλούνται
Την έλευσιν των ιατρών με τις κραυγές των.
σδφσ
Και ιδού που με βοτάνια φθάνουν οι άνδρες
Της κυκλικής καθοσιώσεως των μαρτύρων
Σε χώρες οιμωγών σε χέρσους τόπους
Και ιδού που επέρχονται άλλες ώρες
Που μοιάζουν με αναστήλωσιν δικαιοσύνης
Μπρος στην γλυκύτητα της καλωσύνης
Των ακραιφνών και των ολβίων.
σφσ
Και ιδού που αλλάζουν οι καιροί
Τ’ αμπάρια των σουλτάνων είναι άδεια
Κι αν τρώνε ακόμη σήμερα κουβικουλάριοι και πασάδες
Βελούδα και πέπλα γηρασμένων παλλακίδων
Και τις μακριές ουρές των ιππουρίδων
Σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχουν ούτε αυτά.
σδφσδφ
Διότι βέβαιον απολύτως είναι
Ότι θα έλθη γρήγορα μια μέρα Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Ποιός ξέρει χελιδόνι,
ποιά θάλασσα σε φέρνει,
και ποιός σε περιμένει,
μ’ αυτόν τον καλό καιρό.
Άσπρο είν’ το στήθος σου,
μαύρες οι φτερούγες σου,
η ράχη σου στο χρώμα της θάλασσας,
κι η ουρά σου σχισμένη στα δυό. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Πριν από πολλά πολλά χρόνια, ο Ήλιος και το Νερό ήταν καλοί φίλοι και κατοικούσαν στη γη. Ο Ήλιος περνούσε πολύ συχνά από το σπίτι του Νερού, αλλά το Νερό ποτέ δεν επισκεπτόταν τον Ήλιο. Μια μέρα, λέει ο Ήλιος στο Νερό: «Καλέ μου φίλε, έχω ένα παράπονο. Γιατί ποτέ δεν περνάς από το σπίτι μου να μου πεις μια καλημέρα;» «Α, φίλε μου», απάντησε το Νερό, «το σπίτι σου είναι πολύ μικρό. Αν έρθω να σε επισκεφτώ με τη συνοδεία μου, εσύ πρέπει να βγεις απ’ το παράθυρο, για να χωρέσουμε. Αν θέλεις να σε επισκεφθώ, πρέπει να χτίσεις ένα λαμπρό παλάτι. Σε προειδοποιώ, όμως: να είναι πελώριο, γιατί η συνοδεία μου είναι πραγματικά πολύ μεγάλη».
Ο Ήλιος υποσχέθηκε να χτίσει ένα πελώριο παλάτι, κι αμέσως γύρισε σπίτι του στη γυναίκα του, τη Σελήνη. «Πρέπει να χτίσουμε ένα τεράστιο παλάτι για τον φίλο μας το Νερό», είπε στη Σελήνη. «Δεν μπορούμε να το δεχτούμε εδώ μέσα. Εμπρός, αρχίζουμε το χτίσιμο».
Πέρασε καιρός ώσπου να τελειώσουν, κι όταν πια είχε μπει και το τελευταίο κεραμίδι, όταν είχε φυτευτεί και το τελευταίο λουλούδι, ο Ήλιος κάλεσε το Νερό να έρθει να τον επισκεφτεί.
Οταν έφτασε στην πόρτα, το Νερό φώναξε στον Ήλιο: «Ήλιε, φίλε μου, είσαι σίγουρος ότι μπορώ να μπω;» κι εκείνος απάντησε «Μα ναι, φίλε μου! Εχτισα για σένα ένα πελώριο παλάτι. Πέρασε μέσα».
Και τότε το Νερό άρχισε να ρέει μέσα στο παλάτι, και το συνόδευαν τα ψάρια κι όλα τα πλάσματα της θάλασσας, των ποταμών και των λιμνών. Ανέβαινε το νερό, κι έφτασε τον Ήλιο ώς το γόνατο. Τότε, τον ξαναρώτησε: «Ήλιε, φίλε μου, είσαι σίγουρος ότι μπορώ να μπω;» «Ναι, φίλε μου», απάντησε ο Ήλιος και το Νερό συνέχισε να ρέει μέσα στο παλάτι. Οταν πια είχε φτάσει τον Ήλιο ώς τον ώμο, το Νερό ξαναρώτησε: «Ήλιε, φίλε μου, χωράει κι άλλους δικούς μου το παλάτι σου;» Ο Ήλιος και η Σελήνη, μη θέλοντας να δυσαρεστήσουν τον καλεσμένο τους, απάντησαν και πάλι «Ναι». Και τότε το Νερό πλημμύρισε το παλάτι, αναγκάζοντας τον Ήλιο και τη Σελήνη να σκαρφαλώσουν στη στέγη για να μην πνιγούν.
Για τελευταία φορά, ρώτησε το Νερό: «Ήλιε, φίλε μου, μήπως πρέπει να σταματήσουν να έρχονται οι δικοί μου;» Ομως ο Ήλιος και η Σελήνη δεν μπορούσαν πια να απαντήσουν. Το Νερό είχε πλημμυρίσει τα πάντα και το ζευγάρι είχε εγκαταλείψει τη στέγη και είχε γαντζωθεί από ένα σύννεφο για να γλιτώσει. Κι έτσι, ποτέ ξανά δεν κατέβηκαν στη Γη ο Ήλιος και η Σελήνη και μέχρι σήμερα ζουν ευτυχισμένοι – και στεγνοί – ψηλά στον ουρανό.
Πηγή: http://www.asante.gr