You are currently browsing the tag archive for the ‘Γη’ tag.
Πού να χτυπά η καρδιά της γης; Κάποιοι ταξιδεύουν εδώ κι εκεί, αναζητούν τον κατάλληλο τόπο να σταθούν: έναν τόπο δύναμης ή έναν τόπο αγάπης ή απλώς λίγη γαλήνη. Άλλοι πάλι απαντούν, «η καρδιά της γης χτυπά εντός μου κι όπου χτυπά η δική μου καρδιά, χτυπά η καρδιά της γης ολόκληρης».
Στις 17 Οκτωβρίου, ημέρα Σάββατο και ώρα 20:00, η Τίνα Λυγδοπούλου αφηγείται παραμύθια για την «Καρδιά της Γης». Στο Βιβλιοπωλείο Περιπλανήσεις (Μάρκου Μουσούρου 22 στο Μετς).
η δική του προσέγγιση
στην αγάπη είπε
ήταν αυτού που καλλιεργεί
οι περισσότεροι αγαπούν σαν
κυνηγοί κι ως κυνηγοί
οι περισσότεροι σκοτώνουν
αυτό που επιθυμούν
αυτός οργώνει το χώμα
με τα δάχτυλα των ποδιών
με τη μύτη στην υγρή
γη περιμένει
προσεύχεται στους θεούς
κι αργά καρπολογεί
παντοτινά ευγνώμων
Πηγή: http://www.thescreamonline.com/poetry/poetry2-1/hammad/
«Να περπατάς σα να φιλούν τα πόδια σου τη Γη.»
Thich Nhat Hanh
Στην αρχή, ο ουρανός βρισκόταν κοντά στη Γη.
Τις μέρες εκείνες, οι άνθρωποι δεν χρειαζόντουσαν να καλλιεργούν τη γη, διότι όποτε ένιωθαν πεινασμένοι, δεν είχαν παρά να κόψουν μια φετούλα ουρανό. Αυτό έτρωγαν. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
«Κάθε φορά που κάνουμε ένα βήμα σ’ αυτήν την πράσινη γη, συνειδητοποιούμε ότι είμαστε φτιαγμένοι από αέρα, λιακάδα, ανόργανες ουσίες και νερό, ότι είμαστε παιδιά της γης και τ’ ουρανού, συνδεδεμένοι με όλα τα άλλα πλάσματα – είτε έμβια, είτε όχι. Έτσι εξασκείται κανείς στην ιδέα του μη-εαυτού.»
Thich Nhat Hanh
Περισσότερες φωτογραφίες της Shahnaz Parvin εδώ.
Κάποτε, πολύ παλιά, αλλά ίσως πάλι όχι και τόσο παλιά, οι άνθρωποι πίστευαν πως τα δέντρα έχουν ψυχές. Και κάποιοι μάλιστα υποστήριζαν πως στους κορμούς τους κατοικούνε νύμφες. Τις νύμφες άλλοι τις ονόμαζαν Δρυάδες κι άλλοι Δεντροκόρες. Οι άνθρωποι των καιρών εκείνων τιμούσαν τα δέντρα. Έτρωγαν τους καρπούς τους, ξάπλωναν κάτω απ’ τη σκιά τους, κρεμούσαν τις κούνιες των παιδιών τους στα κλαδιά τους. Ακόμα και τα σπίτια τους τα κατασκεύαζαν ψηλά στις κορφές των δέντρων.
Κανείς δεν είχε δει ποτέ τις Δεντροκόρες. Μόνο κάτι ονειροπαρμένοι επέμεναν ότι είναι λεπτές σαν το μίσχο μιας ανεμώνης, ότι δεν περπατούν αλλά σχεδόν αιωρούνται και πως οι φωνές τους ηχούν σαν το θρόισμα των φύλλων – πρέπει να έχεις καλά τεντωμένα τα αυτιά σου, αν θέλεις να ξεχωρίσεις τις φωνές τους ανάμεσα στα δέντρα.
Από την κορφή των δέντρων οι κάτοικοι των καιρών εκείνων αγνάντευαν ώρες: το πιο μακρινό βουνό, τις πεδιάδες ολόγυρα, τη λίμνη τους, τα ποτάμια… Καθόντουσαν ψηλά και παρατηρούσαν τον κόσμο να ξεδιπλώνεται κάτω απ’ τα πόδια τους, τη μέρα να διαδέχεται τη νύχτα, τη βροχή να εναλλάσσεται με χιόνι, χαλάζι, λιακάδα, αέρα, το καλοκαίρι ν’ ακολουθεί την άνοιξη, το χειμώνα, το φθινόπωρο.
Κάποτε, κάποιοι άνθρωποι άρχισαν να μιλούν για τον ήλιο. Στεκόντουσαν στα δέντρα και έλεγαν ο ένας στον άλλο: «Αχ, εμείς δεν είμαστε παιδιά των δέντρων. Είμαστε παιδιά του ήλιου. Κοιτάξτε πως λάμπει!» Καθώς η μια γενιά διαδεχόταν την άλλη, όλο και περισσότεροι θαύμαζαν τη λαμπρότητά του. Τώρα πια οι άνθρωποι ονειρευόντουσαν διαρκώς πως να τον φτάσουν, να τον αγγίξουν. Ξέχασαν τις ιστορίες που τους διηγούνταν οι γιαγιάδες τους για τις Δεντροκόρες και κανείς δεν αναζητούσε πια το θρόισμα των λόγων τους ανάμεσα σε κλαδιά και φύλλα.
Δεν άργησε να έρθει η μέρα που άρχισαν να σωριάζουν το δέντρα στη γη. Επιθυμούσαν να φτιάξουν με τους κορμούς τους έναν πύργο τόσο ψηλό, που θα τους επέτρεπε να σταθούν στην κορφή του και ν’ απλώσουν τα χέρια ν’ αγγίξουν την πύρινη σφαίρα. Νύχτα-μέρα τα τσεκούρια και τα πριόνια δούλευαν. Όλοι είχαν πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Κανείς δε σταματούσε λεπτό. Μόνο τις νυχτερινές ώρες του ύπνου, μια γυναίκα τριγυρνούσε στους δρόμους σπαράζοντας «τρελοί, τυφλοί, ανόητοι, καταραμένοι!». Μόνο που κανείς δεν έδινε σημασία στις φωνές της και κάποτε η γυναίκα έπαψε να οδύρεται και να φωνάζει. Ούτε που ρώτησαν να μάθουν ποια ήταν. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
«Όσο η Γη θα γυρίζει…»
Пока Земля еще вертится, пока еще ярок свет, Господи, дай же ты каждому, чего у него нет: мудрому дай голову, трусливому дай коня, дай счастливому денег... И не забудь про меня. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Κάποτε ρώτησαν το Χότζα:
«Κύριε, το πρωί κάποιοι άνθρωποι σηκώνονται και πάνε από τη μια μεριά και κάποιοι από την άλλοι. Γιατί;»
Κι ο Χότζας τους απάντησε:
«Διότι αν όλοι τους κατευθυνόντουσαν προς την ίδια κατεύθυνση ταυτόχρονα, η Γη θα έχανε την ισορροπία της και θ’ αναποδογύριζε.»
Για ελληνικούς υποτίτλους κάντε «κλικ» εδώ.
…ή όπως είπε ένας καλλιεργητής, ο Πάνος Μανίκης πρόσφατα «στη Γη αρέσει να είναι ντυμένη» – http://www.naturalfarming.eu/
Η χειμερινή ισημερία έχει παρέλθει και μαζί της παρήλθαν η σκοτεινότερη μέρα και η μακρύτερη νύχτα. Καθώς ο ήλιος έχει φτάσει στο χαμηλότερο σημείο της πορείας του κι αρχίζει πάλι να σκαρφαλώνει στον ουρανό, γιορτάζουμε την αναγέννηση και τη ζωή, διακοσμώντας συμβολικά τα σπίτια μας με αειθαλή φυτά και φωτάκια.
Συχνά, αυτή είναι η στιγμή μέσα στο χρόνο όπου αυτοδεσμευόμαστε σε μια διαδικασία αναστοχασμού της χρονιάς που πέρασε, ενώ μέσα μας αναδύονται δειλά ελπίδες κι όνειρα για το χρόνο που ακολουθεί. Μπορούμε να κατανοήσουμε τις εσωτερικές μας διεργασίες καθώς παρατηρούμε το φυσικό κόσμο γύρω μας, καθώς η ίδια μας η ενέργεια ακολουθεί μια πορεία εσωστρέφειας αναμένοντας ν’ αφυπνηθεί ξανά με την άνοιξη.
Έτσι, συχνά κάποιες πλευρές της συνειδητότητάς μας καθρεφτίζονται στη φύση, και κάποιες φορές σχεδόν νιώθω να ζούμε εντός μιας ζωντανής αλληγορίας, μίας ιστορίας που καθιστά προφανή η ίδια η υφή του κόσμου που κατοικούμε. Και πίσω από όλα αυτά, αντιλαμβανόμαστε ότι η φύση αυτής της θαυμαστής Μητέρας Γης δεν διαφέρει από τη φύση της συνειδητότητάς μας.
Η Γη μας παρέχει όλα όσα γνωρίζουμε ή αποτελούν τη φυσική διάσταση της πραγματικότητάς μας. Ακόμα κι όσα μας φαίνονται αφύσικα, όπως τα πλαστικά ή οι κάθε λογής ρυπαντές που σκεπάζουν τη γη και τα νερά, αποτελούνται από ύλες γήινης προέλευσης, με μόνη διαφορά ότι η διεργασία κατασκευής τους τις καθιστά επικίνδυνες για εμάς, αλλά και για άλλες μορφές ζωής. Το ίδιο συμβαίνει και με τις σκέψεις μας. Ακόμα και οι φρικτότερες σκέψεις μας αναφύονται στη συνείδησή μας, κι ας περιορίζονται από άλλες όψεις του νου, τις τρέχουσες καταστάσεις και τα συλλογικά πρότυπα.
Η ίδια η Γη, όπως και η συνείδηση, απλά είναι. Όλα όσα ονομάζουμε καλό ή κακό, θεραπεία ή δηλητήριο, έπαινο ή τιμωρία υπάρχουν στη Γη, αλλά δεν είναι η Γη. Τόσο η Γη, όσο και η συνείδηση υπάρχουν πέρα από έννοιες όπως το καλό ή το κακό.
Τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο μπορούμε και χαρακτηρίζουμε με ιδιαίτερη ευκολία άλλους ανθρώπους ως εγγενώς καλούς αν και παραπλανημένους ή εγγενώς εγωιστές και κακούς, οι οποίοι όμως είναι σε θέση να ελέγξουν τις παρορμήσεις τους εφόσον τεθούν οι κατάλληλοι περιορισμοί. Το πεδίο της συνειδητότητας παρόλα αυτά δεν είναι παρά ένα πεδίο δυνατοτήτων, εκ του οποίου μπορεί να προκύψει (και προκύπτει) οτιδήποτε, ανάλογα με το τι επιλέγουμε να καλλιεργήσουμε, αλλά και τον τρόπο που καλλιεργούμε: η πιο μεγάλη πράξη καλωσύνης, αλλά και η χειρότερη μορφή βίας – ένα ανυπέρβλητο τοπίο, αλλά και εκείνη η ήπειρος από πλαστικές σακούλες που επιπλέει στους ωκεανούς μας. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Κάποτε ο Θεός ζούσε στη Γη. Καθόταν μπροστά στην καλύβα του κι έφτιαχνε ανθρώπους από πηλό. Κι όπως εργαζόταν αδιάκοπα, μύρισε έξαφνα ψάρι ψητό! [Μπορείτε να το φανταστείτε: ένα ψάρι μεγάλο με σάρκα λευκή, πασπαλισμένο μυρωδικά και ψιλοκομμένες φετούλες λεμονιού.] Ήταν η γειτόνισσα που έψηνε. Σηκώθηκε και πήγε να τη βρει. Την παρακάλεσε για ένα πιάτο φαί, αλλά αυτή θύμωσε: «Ου να μου χαθείς παλιόγερε! Ήρθες να ζητιανέψεις, κοτζάμ άνθρωπος κάθεσαι όλη μέρα καταγής και παίζεις με τις λάσπες. Να πας να δουλέψεις, μπας και πιάσεις κάνα ψάρι δικό σου, παλιοτεμπέλη.»
Αυτά του είπε. Και ίσως κι άλλα πολλά. Ο Θεός, πολύ πικραμένος με τα λόγια και την αγνωμοσύνη της, επέστρεψε στην καλύβα του κι ορκίστηκε να μην ξανακατέβει στη Γη. Και μια και δυο σκαρφάλωσε σε ένα σύννεφο περαστικό κι ούτε που έριξε ξανά μια ματιά πίσω του.
Στην αρχή δηλαδή. Διότι όσο περνούσε ο καιρός ένιωθε μοναξιά. Απέραντη μοναξιά. Και που και που, έσκυβε το κεφάλι του από εκεί ψηλά και κοίταζε τους ανθρώπους να ζουν τη ζωή τους. Μια μέρα εμφανίστηκε μπροστά του ο πρώτος γιός του. Ήταν ντυμένος στα μαύρα και στα χέρια του κρατούσε δρεπάνι. Του πρότεινε να τον βοηθήσει και ο Θεός κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
Έτσι ο Θάνατος κατέβηκε στη Γη. Με το δρεπάνι του έπαιρνε τη μία ψυχή μετά την άλλη, να έχει ο πατέρας του παρέα στον ουρανό. Οι άνθρωποι όλο και λιγόστευαν, θρήνοι ακούγονταν από κάθε σπίτι, οι δουλειές έμεναν μισές γιατί δεν περίσσευαν χέρια να τις φέρουν εις πέρας.
Κι ο Θεός; Αρχικά χάρηκε. Οι άνθρωποι πλήθαιναν στον ουρανό και πλέον είχε πολλά να κάνει.
Κι έπειτα μια μέρα έριξε πάλι μια ματιά στη Γη. Έτσι, τυχαία. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »