You are currently browsing the tag archive for the ‘εικονογράφηση’ tag.
Πριν από πάρα πολλά χρόνια, σ’ ένα βασίλειο τόσο απέραντο που μόνο ο ήλιος ήξερε που άρχιζε και που τελείωνε, ζούσε ευτυχισμένος ένας πανίσχυρος βασιλιάς.
Τούτος ο βασιλιάς, φόβος και τρόμος στον πόλεμο, είχε στο πλάι του την πιο γλυκιά κι αξιαγάπητη βασίλισσα και από τον έρωτά τους γεννήθηκε ένα κοριτσάκι που μέρα με τη μέρα γινόταν ομορφότερο.
Στον λαμπρό παλάτι τους, με τους τοίχους σκεπασμένους από ελεφαντόδοντο και στεντέφι, η ζωή κυλούσε απαλά σαν το γάργαρο νεράκι της πηγής. Κάθε μέρα έφερνε κι άλλες απολαύσεις και οι κήποι, όπου πετούσαν τα πιο σπάνια πουλιά, αντηχούσαν από γέλια και τραγούδια.
Ανάμεσα στα πλούτη που ο βασιλιάς συσσώρευε ασταμάτητα, υπήρχε κάτι για το οποίο θα θυσίαζε χωρίς δισταγμό όλη του την περιουσία. Ο θησαυρός αυτός, που του ήτανε πολύτιμος όσο και οι χτύποι της καρδιάς του, δεν ήτανε κρυμμένος σε καμιά σκοτεινή κρυψώνα, αλλά βρισκότανε μπροστά στα μάτια ολωνών, μέσα στους στάβλους του παλατιού. Εκεί όπου θα περίμενε κανείς να θαυμάσει ένα ατίθασο καθαρόαιμο, στεκόταν ένας απλός γάιδαρος, ίδιος κι απαράλλαχτος με όταν τ’ άλλα γαϊδούρια της οικουμένης. Όμως τούτο το ζώο, που το βελούδινο αυτάκι του το ‘χε αγγίξει μαγικό ραβδί, είχε μια καταπληκτική ιδιότητα: αντί να λερώνει τα άχυρά του με ταπεινή κοπριά, κάθε πρωί τα γέμιζε με σκούδα και ολόχρυσα λουδοβίκια.
Κι ο βασιλιάς, που πιο πολύ απ’ όλα νοιαζότανε για την καλή υγεία αυτού του ανεκτίμητου ζώου, πέρναγε κάθε μέρα μαζί του πολλές ώρες βγάζοντάς το βόλτα στο παχύ χορτάρι του πάρκου του.
Αλλά η ζωή των ανθρώπων δεν είναι σταθερή όπως η πορεία του ήλιου και η ευτυχία τους μπορεί να γίνει κομμάτια, σαν το βάζο που το αναποδογύρισε ξαφνικά ο αέρας. Έτσι, ήρθε ένα φοβερό πρωί που η βασίλισσα, άρρωστη με ψηλό πυρετό, δεν σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι της. Τρελός από ανησυχία, ο βασιλιάς κάλεσε τους καλύτερους γιατρούς της χώρας, που έτρεξαν αμέσως στο προσκέφαλό της. Δυστυχώς, όμως, κανένα από τα φάρμακά τους δεν κατάφερε να γιατρέψει την άγνωστη αρρώστια της που χειροτέρευε συνεχώς.
Όταν η βασίλισσα κατάλαβε ότι οι δυνάμεις που της μένανε ήταν λιγοστές κι όταν είχε φτάσει η στιγμή του αποχαιρετισμού, φώναξε τον άντρα της και του είπε:
– Βασιλιά και άντρα μου, απ’ τη χλωμάδα του προσώπου μου θα έχεις καταλάβει ότι εγώ πια αφήνω αυτόν τον κόσμο, όπου έζησα τόσο ευτυχισμένη κοντά σου. Πριν σου πω καλή αντάμωση για πάντα, θέλω να μου κάνεις μια τελευταία χάρη: θα ‘ρθει η μέρα που ο πόνος για το χαμό μου θα σου δαγκώνει λιγότερο την καρδιά και θα σκεφτείς να πάρεις μιαν άλλη γυναίκα. Πάρε λοιπόν αυτό το δαχτυλίδι μου με το ρουμπίνι και να μου υποσχεθείς πως σε όποια κάνει, αυτή θα παντρευτείς.
Πνιγμένος στα δάκρυα ο βασιλιάς διαμαρτυρήθηκε πως μέχρι την τελευταία του πνοή εκείνη θα ήταν πάντα η λατρεμένη του γυναίκα. Όμως η βασίλισσα, επέμενε τόσο πολύ, που στο τέλος της έδωσε την υπόσχεση που ήθελε. Λίγο πιο ύστερα, έσβησε στην αγκαλιά του άντρα της, σίγουρη ότι μ’ αυτόν τον όρκο θα μένανε δεμένοι ως το θάνατο.
Αφού έκλεψε και θρήνησε για πολλούς μήνες, ένα ωραίο πρωί ο βασιλιάς διαπίστωσε ότι πονούσε πολύ λιγότερο. Μια χαρούμενη διάθεση, ξεχασμένη εδώ και πολύ καιρό, σα να του γαργαλούσε την καρδιά και του ήρθε η επιθυμία να ξαναπαντρευτεί. Θέλοντας να μείνει πιστός στον όρκο που έδωσε στη βασίλισσα, έβγαλε ντελάλη να μαζευτούνε όλες οι αρχοντοπούλες στο βασίλειο να δοκιμάσουνε το δαχτυλίδι, γιατί σ’ όποια ταίριαζε θα την έπαιρνε γυναίκα. Το δαχτυλίδι όμως δεν έκανε σε καμιά κι ο βασιλιάς το έριξε απογοητευμένος σ’ ένα σεντούκι.
Πέρασαν μερικά χρόνια και βρίσκοντας η βασιλοπούλα το δαχτυλίδι, το φόρεσε και της ταίριαξε μια χαρά. Μόλις το είδε ο βασιλιάς είπε πως, για να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στη βασίλισσα, έπρεπε να την πάρει γυναίκα του.
Η κόρη του βασιλιά κατατρόμαξε με τα σχέδια του πατέρα της κι έκλαιγε ασταμάτητα για επτά μερόνυχτα. Μη μπορώντας να βρει καμιά λύση στη δυστυχία που τη βασάνιζε, αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια και συμβουλή από τη νεράιδα των Πασχαλιών, τη νονά της. Αυτή, που έμενε σ’ ένα παλάτι από κοράλι και μάρμαρο κρυμμένο βαθιά μέσα στο δάσος, δεν ξαφνιάστηκε καθόλου όταν την είδε να φτάνει.
– Ξέρω ποια στενοχώρια σε φέρνει σήμερα εδώ και καταλαβαίνω τον πόνο σου γιατί αυτό που σου λέει η καρδιά σου είναι το σωστό: ποτέ η κόρη δεν πρέπει να παντρεύεται τον πατέρα. Άκου λοιπόν τι πρέπει να κάνεις για να ξεφύγεις απ’ αυτό το γάμο: θα κάνεις ότι υποχωρείς στη θέληση του πατέρα σου κι ότι δέχεσαι να τον παντρευτείς με τον όρο να σου προσφέρει ένα φόρεμα που θα ‘χει το χρώμα του καιρού. Ούτε τα πλούτη του, ούτε η δύναμή του θα του χρησιμέψουν, γιατί τέτοιο φόρεμα είναι αδύνατο να φτιαχτεί κι έτσι εσύ θα απαλλαχτείς από την υπόσχεσή σου. Πήγαινε και μη φοβάσαι. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άντρας που πίστευε πως η γυναίκα του ποτέ δεν εργαζόταν στο σπίτι αρκετά. Συχνά, λοιπόν, αγρίευε μαζί της.
Κάποιο βράδυ, γυρίζοντας από το χωράφι, οργίστηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
«Είσαι τεμπέλα», της φώναξε. «Εσύ όλη μέρα χορταίνεις καθισιό στο σπίτι, κι εγώ σκοτώνομαι στο χωράφι δουλεύοντας.»
Κάποια στιγμή που καταλάγιασε ο θυμός του, μίλησε και η γυναίκα:
«Καλέ μου άντρα, γιατί γκρινιάζεις έτσι; Αύριο ν’ ανταλλάξουμε δουλειά. Εγώ να πάω με τον υπηρέτη στο χωράφι, κι εσύ να φροντίσεις το σπίτι και το παιδί.»
«Καλά, έτσι να γίνει», είπε ο άντρας ικανοποιημένος.
Πρωί-πρωί, η γυναίκα άρπαξε το δρεπάνι και με τον υπηρέτη κίνησαν για το χωράφι. Εκείνη την μέρα θα έκοβε χορτάρι. Ο άντρας άρχισε με τις δουλειές του σπιτιού. Πρώτα, σκέφτηκε να κάνει βούτυρο. Βρήκε τη βουτίνα και τη γέμισε καϊμάκι. Γρήγορα δίψασε. Κατέβηκε, λοιπόν, στο υπόγειο να φέρει λίγη μπύρα, να ξεδιψάσει. Όπως γέμιζε από το βαρέλι την κανάτα με την μπύρα, ακούει ένα φοβερό θόρυβο, από πάνω. Από τη σαστιμάρα και τη βία να τρέξει επάνω, η κάνουλα έμεινε στο χέρι του. Ανεβαίνοντας στην κουζίνα, βλέπει το γουρούνι, που είχε αναποδογυρίσει τη βουτίνα κι έπινε το καϊμάκι. Όλο θυμό, δίνει μια δυνατή κλωτσιά στο γουρούνι και το σκοτώνει. Μετά σηκώνει τη βουτίνα από κάτω. Τότε είδε πως στο χέρι του κρατούσε την κάνουλα.
«Ωχ», είπε, «πάει η μπύρα» και κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. Στ’ αλήθεια όλη η μπύρα είχε χυθεί πλημμυρίζοντας το υπόγειο. Σαν χαμένος ξανανέβηκε επάνω, αποφασισμένος να κάνει το βούτυρο. Γέμισε τη βουτίνα με νέο καϊμάκι κι ετοιμάστηκε ν’ αρχίσει το χτύπημα. Θυμήθηκε όμως πως είχε ξεχάσει την αγελάδα, που μεσημέριαζε πια κι είχε μείνει δίχως χόρτο και νερό. Να την πάει στο δάσος, ούτε λόγος να γινόταν, γιατί βρισκόταν μακρυά. Θα την ανέβαζε, λοιπόν, στη στέγη, όπου φύτρωνε άφθονο χορτάρι. Τύχαινε το σπίτι του να βρίσκεται σ’ ένα απότομο λόφο. Έτσι, με τη βοήθεια μιας σανίδας και πολύ κόπο, πέτυχε ν’ ανεβάσει την αγελάδα στη στέγη.
Σαν τέλειωσε με την αγελάδα, ξαναγύρισε στην κουζίνα, για να τελειώνει με το βούτυρο. Μόλις όμως άρχισε το χτύπημα στη βουτίνα, σκέφτηκε πως δεν είχε βάλει νερό στην αγελάδα. Πώς όμως ν’ αφήσει τη βουτίνα στο πάτωμα; Γιατί το μικρό του το παιδί ήταν φόβος να την αναποδογυρίσει. Για σιγουριά, την έδεσε στην πλάτη του. Έτσι φορτωμένος, βρήκε έναν κουβά για το νερό. Σκύβοντας όμως, πάνω από την πηγή, για να τον γεμίσει, το καϊμάκι χύθηκε στο λαιμό του.
Το μεσημέρι είχε προχωρήσει για καλά, σαν τελειώσε το βούτυρο.
«Ας βιαστώ να μαγειρέψω», μονολόγησε.
Άναψε στο τζάκι στα γρήγορα φωτιά και στέριωσε από πάνω τη χύτρα γεμάτη νερό. Θα ετοίμαζε χυλό (κάτι σαν τραχανά). Ετοιμάζοντας όλα αυτά, σκέφτηκε πως η αγελάδα θα μπορούσε να πέσει από τη στέγη.
«Αυτό μου έλειπε τώρα», μονολόγησε. Μη χάνοντας στιγμή, ανεβαίνει στα γρήγορα στη στέγη, μ’ ένα γερό σχοινί. Δένει τη μια άκρη στο λαιμό της αγελάδας. Ύστερα έριξε το σχοινί από την καμινάδα και κατέβηκε από τη στέγη. Στη συνέχεια, την άκρη του σχοινιού, που κρεμόταν από την καμινάδα, την έδεσε γύρω στη γάμπα του. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Πώς μπορούμε να γνωρίζουμε, εάν η παραφροσύνη και η εχεφροσύνη όντως υπάρχουν; Το ερώτημα αυτό καθαυτό, δεν αποτελεί προϊόν ιδιοτροπίας ή ανοησίας. Όσο κι αν προσωπικά πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε με σιγουριά τη διαφορά ανάμεσα στο φυσικό και το αφύσικο, τα υφιστάμενα στοιχεία από μόνα τους δεν πείθουν. Είναι συνηθισμένο, για παράδειγμα, να διαβάζει κανείς για δίκες δολοφόνων όπου διακεκριμένοι ψυχίατροι καλούνται να τους υπερασπιστούν έναντι παρομοίως διακεκριμένων ψυχιάτρων εκ μέρους της εισαγγελίας, προκειμένου να αποφανθούν για την ψυχική υγεία του κατηγορούμενου. Γενικότερα, ανακαλύπτει κανείς ένα μεγάλο όγκο αλληλοσυγκρουόμενων στοιχείων ως προς την αξιοπιστία, τη χρησιμότητα και το νόημα όρων όπως η “ψυχική υγεία”, η “παραφροσύνη”, η “διανοητική διαταραχή” και η “σχιζοφρένεια”. Άλλωστε, από το 1934 ήδη, ο Benedict είχε υποστηρίξει ότι τόσο η έννοια του φυσικού, όσο και του αφύσικου δεν αποτελούν μια καθολική αλήθεια σε ολόκληρο τον πλανήτη. Αυτό που σε μια κουλτούρα θεωρείται φυσικό, ενδέχεται σε μια άλλη να αντιμετωπίζεται ως απόκλιση. Έτσι, οι έννοιες του φυσικού και του αφύσικου, ενδέχεται να μην είναι τόσο ακριβείς όσο πιστεύουν οι περισσότεροι άνθρωποι.
Το να θέτει κανείς ερωτήματα για το τι θεωρείται φυσιολογικό και τι αφύσικο, δε σημαίνει ότι αμφισβητεί το γεγονός ότι κάποιες συμπεριφορές θεωρούνται αφύσικες ή αλλόκοτες. Ο φόνος συνιστά αποκλίνουσα συμπεριφορά. Παρομοίως, οι παραισθήσεις είναι κάτι ασυνήθιστο. Κι επίσης, δεν θέτει κανείς τέτοια ζητήματα για να απορρίψει την ύπαρξη εκείνη τη μορφή ψυχικής οδύνης που περιγράφουμε ως “πνευματική διαταρραχή”.
Το άγχος και η κατάθλιψη αποτελούν υπαρκτά φαινόμενα. Το ίδιο ισχύει και για τον ψυχικό πόνο. Αλλά το φυσικό και το αφύσικο, η εχεφροσύνη και η παραφροσύνη, καθώς και όλες οι διαγνώσεις που απορρέουν από αυτά, ενδέχεται να είναι λιγότερο αντικειμενικές απ’ όσο πιστεύουμε. Η ουσία του ζητήματος – κατά πόσο δηλαδή μπορεί να διακρίνει κανείς το λογικό απ’ το παράλογο (και αν παρομοίως μπορεί να ορίσει κανείς διαφορετικά επίπεδα παραφροσύνης) – είναι απλή: τα βασικά χαρακτηριστικά που οδηγούν σε διάγνωση οφείλουν να εντοπίζονται αποκλειστικά στους ασθενείς ή και στα περιβάλλοντα και τα πλαίσια, εντός των οποίων κινούνται οι πρώτοι;… Ως τώρα υπήρχε μια διαδεδομένη αντίληψη, ότι οι ασθενείς παρουσιάζουν συμπτώματα, τα συμπτώματα αυτά μπορούν να κατηγοροποιηθούν κι άρα εμμέσως ότι μπορεί κανείς να ξεχωρίσει ποιός είναι εχέφρονας και ποιός παράφρονας. Όμως τελευταία, η αντίληψη αυτή υπόκειται σε αμφισβήτηση… Όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι οι ψυχολογικές κατηγοριοποιήσεις σε ό,τι αφορά την πνευματική υγεία είναι στην καλύτερη περίπτωση άχρηστες και εντελώς επιβλαβείς· παραπλανητικές και υποτιμητικές στη χειρότερη. Υπό την έννοια αυτή, οι ψυχιατρικές διαγνώσεις, σχετίζονται περισσότερο με αυτόν που παρατηρεί και άρα δεν αποτελούν μια έγκυρη σύνοψη των χαρακτηριστικών που παρουσιάζει ο παρατηρούμενος.
Αν επεδίωκε κανείς την εισαγωγή υγιών ανθρώπων (το οποίο σημαίνει, ανθρώπων που δεν παρουσίασαν ποτέ συμπτώματα σοβαρών ψυχιατρικών διαταρραχών) σε ψυχιατρεία και στη συνέχεια προσπαθούσε να εξακριβώσει κατά πόσο διαγνώστηκαν ως εχέφρονες ή παράφρονες και βάσει ποιάς μεθόδου, τότε τα κέρδη μας θα ήταν πολλαπλά, καθώς θα μπορούσαμε να ορίσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια ποιές από τις κατηγοριοποιήσεις αυτές είναι ακριβείς και ποιές όχι. Εάν μπορούσε κανείς να διαγνώσει μ’ επιτυχία όλα τα περιστατικά ψευδοασθενών, τότε θα διαθέταμε εκ των πραγμάτων τα αποδεικτικά στοιχεία εκείνα βάσει των οποίων μπορεί κανείς να ξεχωρίσει έναν εχέφρονα σε πλαίσια όπου βασιλεύει η παράνοια.
Αν, από την άλλη πλευρά, η φρόνηση των ψευδοασθενών δεν ανακαλυπτόταν ποτέ, όσοι υποστηρίζουν παραδοσιακές προσεγγίσεις στην ψυχιατρική διάγνωση, θα δυσκολεύονταν πάρα πολύ. Με δεδομένη την εξειδίκευση του προσωπικού στα ψυχιατρικά νοσοκομεία, λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι οι ψευδοασθενείς συμπεριφέρονταν εντός ψυχιατρείου το ίδιο λογικά όσο και εκτός και ότι ουδέποτε είχε προταθεί ο εγκλεισμός τους σε ψυχιατρείο στο παρελθόν, ένα αποτέλεσμα όπως το παραπάνω θα όφειλε να υποστηρίξει την άποψη ότι η ψυχιατρική διάγνωση έχει λίγα να πει για τον ίδιο τον ασθενή, αλλά πάρα πολλά για τον περιβάλλον εντός του οποίου λαμβάνει χώρα η παρατήρηση αυτού.
Το άρθρο αυτό περιγράφει ένα τέτοιο πείραμα. 8 εχέφρονες άνθρωποι κατάφεραν να εισαχθούν κρυφά σε 12 διαφορετικά ψυχιατρεία. Οι διαγνώσεις τους υπό τη μορφή βιωμάτων συνιστούν τα δεδομένα του πρώτου τμήματος του άρθρου αυτού, ενώ το υπόλοιπο αφιερώνεται σε μια περιγραφή των εμπειριών τους εντός των ψυχιατρικών ιδρυμάτων… Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Στην αρχή, ο ουρανός βρισκόταν κοντά στη Γη.
Τις μέρες εκείνες, οι άνθρωποι δεν χρειαζόντουσαν να καλλιεργούν τη γη, διότι όποτε ένιωθαν πεινασμένοι, δεν είχαν παρά να κόψουν μια φετούλα ουρανό. Αυτό έτρωγαν. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »