You are currently browsing the tag archive for the ‘σχέσεις’ tag.
ΜΙΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΑΝΔΡΙΚΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΖΟΝΤΑΙ
του Shepherd Bliss (αφιέρωμα στο Φύλο/ IC#16, Context Institute, Άνοιξη, 1987:21)
Ο Δρ Shepherd Bliss διδάσκει ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο John F. Kennedy στην Orinda της Καλιφόρνια. Υπήρξε επιμελητής του Εγχειριδίου για τη Νέα Ολιστική Υγεία (The New Holistic Health Handbook), ενώ προς το παρόν συνεπιμελείται την Επιθεώρηση για τις Αντρικές Σπουδές (The Men’s Studies Review) και εργάζεται ως παραγωγός για το πρόγραμμα «Άνδρες που Αλλάζουν» στο ραδιοφωνικό σταθμό KPFA. Ο Shepherd μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στη Βοστώνη και το Σαν Φραντσίσκο. Το άρθρο αυτό, πρωτοδημοσιεύτηκε στο Περιοδικό για τη Γιόγκα (Yoga Journal), στο τεύχος Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1986 και ανατυπώνεται εδώ με τη συγκατάθεσή του.
«Οι άνδρες είναι τόσο ενδιαφέροντα πλάσματα», άκουσα τυχαία να λέει μια γυναίκα στον οδηγό ενός λεωφορείου στην Ατλάντα, όπου βρισκόμουν για να συμμετάσχω στο 11ο Εθνικό Συνέδριο για τους ‘Ανδρες και την Αρρενωπότητα. «Είναι τόσο μυστηριώδεις.»
«Ναι», έγνεψα από μέσα μου συμφωνώντας μαζί της.
«Μπορούν να εκφράζουν τον άγριο εαυτό τους δίχως να γίνονται σκληροί, να θυμώνουν δίχως να είναι βίαιοι, να εκφράζουν τη σεξουαλικότητά τους δίχως να γίνονται πιεστικοί, να αναπτύσσουν την πνευματικότητά τους δίχως να χάνουν τον αισθησιασμό τους και είναι σε θέση να αγαπούν πραγματικά», περιγράφει το είδος των ανδρών που θα ήθελε να δει να αναδεικνύονται μια άλλη γυναίκα, η φεμινίστρια και συγγραφέας Starhawk.
«Ναι», γνέφω συμφωνώντας μαζί της.
Παθιασμένοι. Ευαίσθητοι. Απρόβλεπτοι. Σημαντικοί. Νηφάλιοι. Θαρραλέοι. Πρόθυμοι ν’ ακούσουν. Δεσμευμένοι. Επικοινωνιακοί. Η λίστα η δική σας μπορεί να διαφέρει απ’ τη δική μου. Αλλά, είτε είστε άνδρες, είτε γυναίκες, θα έχετε πιθανά σχηματίσει τη δική σας εικόνα για το πως θα θέλατε να είναι οι άνδρες. Ευτυχώς, όλο και περισσότεροι αποκτούν συνείδηση της αρρενωπότητάς τους και μαθαίνουν να την αναπτύσσουν και να τη μετασχηματίζουν, αντί απλώς να κληρονομούν τις παλιές εκδοχές αρρενωπότητας των προηγούμενων γενεών.
Στις συγκεντρώσεις που λαμβάνουν χώρα σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο συμμετέχουν όλο και περισσότεροι άνδρες, ώστε να μάθουν να αντιμετωπίζουν από κοινού τα ζητήματα που τους απασχολούν. Μόνο κατά τη διάρκεια του 1986 συμμετείχα σε παρόμοιες εκδηλώσεις στο Σαν Φραντσίσκο, τη Φλόριδα, τη Βοστώνη, τη Μινεάπολη και την κοινότητα των Δασών του Μεντοτσίνο στην Καλιφόρνια.
Κάθε μία εξ αυτών είχε τα δικά της χαρακτηριστικά: από τους 700 άνδρες στο Σαν Φραντσίσκο που ήρθαν να περάσουν μια μέρα με τον πρεσβύτερο και ποιητή Robert Bly μέχρι τους φεμινιστές της Ατλάντα, καθώς και μικρότερες ομάδες υποστήριξης, οι οποίες πολλαπλασιάζονται σε ολόκληρη τη χώρα.
Από το 1982 και μετά, κάθε χρόνο μαζεύονται 100 περίπου άνδρες στα Δάση του Μεντοτσίνο (Mendocino Woods) για να περάσουν μία εβδομάδα μαζί, παίζοντας κρουστά ή βόλλεϋ, απαγγέλοντας ποίηση, μαθαίνοντας αϊκίντο, αφηγούμενοι ιστορίες, κατασκευάζοντας μάσκες, ακούγοντας τις ομιλίες ανδρών όπως ο Robert Bly και ο ψυχολόγος James Hillman, χορεύοντας μια άγρια σάμπα αργά μέσα στη νύχτα. Στη Φλόριδα, είχα προσκληθεί να μιλήσω για τα διογκούμενα κινήματα των ανδρών σε μία ομάδα Φραγκισκανών, μία ανδρική κοινότητα, η οποία ιδρύθηκε το 13ο αιώνα προκειμένου να συνεχίσει το έργο του Αγίου Ιωάννη της Ασίζης. Οι άνδρες αυτοί, που ζουν κι εργάζονται από κοινού, άκουγαν προσεχτικά, εκπέμποντας στο δωμάτιο τη σοφία των ανδρικών κοινοτήτων διαμέσου των αιώνων.
Οι λόγοι για τους οποίους έλκονται οι άνδρες να συμμετέχουν στις συγκεντρώσεις αυτές είναι διάφοροι: για να εκφράσουν τον πόνο και τη θλίψη τους, για να περάσουν καλά, για να υποστηρίξουν τις γυναίκες (ή και να παραπονεθούν εναντίον τους), για να βελτιώσουν τη ζωή τους, για να παίξουν μουσική και να χορέψουν ή απλώς για να περάσουν το χρόνο τους. Συμμετέχουν όλοι – νεαροί, μεσήλικες και ηλικιωμένοι. Στις συναντήσεις του Μεντοτσίνο για παράδειγμα, η μέση ηλικία κυμαίνεται μεταξύ των 30-40 ετών, αλλά συναντάς και πιο ηλικιωμένους συμμετέχοντες στα εβδομήντα τους, αλλά κι εφήβους. Σε ορισμένες συναντήσεις, όπως στην Ατλάντα ή την Ετήσια Συνάντηση των Ανδρών της Καλιφόρνια, συμμετέχουν και γυναίκες, παρόλο που συνήθως αποτελούν λιγότερο από 10% των συμμετεχόντων.
«Είμαι εδώ, επειδή στον τόπο μου νιώθω κάπως απομονωμένος», εξηγεί ένας άντρας στην Ατλάντα. «Δεν ταιριάζω στο συνηθισμένο καλούπι του τι σημαίνει να είσαι άνδρας εκεί.»
«Το Μεντοτσίνο προσφέρει ένα καταφύγιο μακρυά από τη δουλειά και τις γυναίκες», παρατηρεί ένας άλλος άντρας. «Μπορώ να είμαι απλώς ο εαυτός μου. Βιώνω κάτι πολύ πρωτόγονο ζώντας στο δάσος με όλους αυτούς τους άνδρες.»
Νέες Απεικονίσεις της Αρρενωπότητας
Η [παλαιότερη] συναίνεση για το τι σημαίνει να είσαι ένας άνδρας στην Αμερική του σήμερα αποσαθρώνεται, μία εξέλιξη την οποία ορισμένοι επικροτούν και άλλοι επικρίνουν. Οι παράγοντες που κατά κύριο λόγο έχουν τροποποιήσει τις παραδοσιακές αντιλήψεις για τον ανδρισμό είναι δύο: το γυναικείο κίνημα και οι μεταβαλλόμενες οικονομικές και εργασιακές συνθήκες. Οι γυναίκες απαίτησαν μεγαλύτερη πρόσβαση σε παραδοσιακά ανδρικές μορφές απασχόλησης, θέτωντας έτσι σε απειλή την εικόνα του άνδρα «κουβαλητή». Επίσης οι γυναίκες απαίτησαν βοήθεια από τους άνδρες σε ό,τι αφορά τη φροντίδα των παιδιών και τις δουλειές του σπιτιού, θέτωντας έτσι σε απειλή την εικόνα του «άρχοντα». Κι έτσι, εκεί που κάποτε οι άνδρες στην Αμερική δάμαζαν την άγρια φύση, μετακινούνταν προς τη Δύση και εργάζονταν κατά κύριο λόγο χειρωνακτικά, οι περισσότεροι άνδρες σήμερα απασχολούνται σε δουλειές όπου η γνώση του φυσικού κόσμου και η δύναμη δεν θεωρούνται πλέον πρωταρχικής σημασίας.
Παρόλα αυτά, οι απεικονίσεις της παλαιότερης αρρενωπότητας εξακολουθούν να κυριαρχούν – από τον άντρα της Μάρλμπορο στις γιγαντοαφίσσες μέχρι το Sylvester Stallone στην οθόνη και τον Ronald Reagan στο Λευκό Οίκο. Υποτίθεται ότι προωθούν το είδος του σκληρού άνδρα, που κρύβει τα συναισθήματά του και δε χάνει ποτέ τον έλεγχο.
Ως αποτέλεσμα, πολλοί άνδρες βιώνουν πίεση λόγω των αντικρουόμενων συναισθημάτων τους: από τη μία πλευρά, έχουν ν’ ανταποκριθούν στα στερεότυπα αυτών των ανδρικών προτύπων και από την άλλη να συμμορφωθούν με τις πιο ρεαλιστικές προσδοκίες των συζύγων, των ερωμένων και των συναδέλφων.
Η πρώτη φορά που κάποιες ομάδες ανδρών έθεσαν σε αμφισβήτηση την παραδοσιακή αρρενωπότητα ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν κάποιοι από αυτούς, επηρεασμένοι από το κίνημα των γυναικών, οργάνωσαν ομάδες ευαισθητοποίησης, ίδρυσαν κέντρα για άνδρες και φιλοξένησαν συναντήσεις ανδρών. Το Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνια υπήρξε το επίκεντρο ορισμένων αρχικών συγκεντρώσεων υπέρ του φεμινισμού, και πολλά από τα πρώτα μέλη κινητοποίησης των ανδρών υπέρ αυτής της τάσης, όπως ο συγγραφέας και δάσκαλος Joseph Pleck, παραμένουν δραστήρια. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Πάνω στα μαύρα βουνά του Κερμαρθενσάιρ είναι μια λίμνη που τη λένε Λυν υ Βαν Βαχ. Στις όχθες αυτής της λίμνης έφερνε κάποτε τ’ αρνιά του ο βοσκός του Μουδδβάι και καθόταν να ξεκουραστεί ενώ αυτά βοσκούσαν. Ξαφνικά είδε από τα σκοτεινά νερά της λίμνης να βγαίνουν τρεις κοπέλες. Τίναξαν τις λαμπερές σταγόνες από τα μαλλιά τους και γλιστρώντας στην όχθη άρχισαν να τριγυρίζουν ανάμεσα στο κοπάδι του. Βλέποντας τη θεϊκή ομορφιά τους, η καρδιά του βοσκού πλημμύρισε από έρωτα γι’ αυτήν που ζύγωσε πιο κοντά του. Της πρόσφερε το ψωμί που είχε στο δισάκι του. Εκείνη το πήρε, το γεύτηκε, μα έπειτα του τραγούδησε:
Σκληροψημένο το ψωμί σου/ δύσκολο να με κερδίσεις
κι έτρεξε και χάθηκε πάλι γελώντας στα νερά της λίμνης.
Την άλλη μέρα πήρε μαζί του ψωμί πιο μαλακό και περίμενε να φανούν οι κοπέλες. Όταν βγήκαν στην όχθη, πρόσφερε πάλι το ψωμί, η κοπέλα το δοκίμασε και του τραγούδησε:
άψητο το ψωμάκι σου/ δε θα σε πάρω ταίρι
και χάθηκε πάλι στα κύματα.
Τρίτη φορά δοκίμασε ο βοσκός του Μουδδβάι να κερδίσει την κοπέλα, κι αυτή τη φορά της πρόσφερε ψωμί που το είχε βρει στο νερό, κοντά στην όχθη. Αυτό της άρεσε και του υποσχέθηκε πως αν την άλλη μέρα κατάφερνε να την ξεχωρίσει ανάμεσα στις αδερφές της, θα γινόταν γυναίκα του. Σαν ήρθε η ώρα, ο βοσκός γνώρισε την αγαπημένη του από το λουρί στο σανδάλι της. Τότε του είπε πως θα είναι σύζυγος καλή σαν άλλη καμμιά στον κόσμο, εξόν κι αν τη χτυπήσει τρεις φορές χωρίς αιτία. Ελόγου του λογάριασε πως τέτοιο πράγμα ποτέ δεν θα γενεί. Έβγαλε η κοπέλα από τη λίμνη τρεις γελάδες, δυο βόδια κι έναν ταύρο για προίκα, κι αυτός την έφερε στο σπίτι του για γυναίκα του.
Η κόρη της λίμνης κι ο βοσκός έζησαν χρόνια ευτυχισμένοι κι απόχτησαν τρία παιδιά. Όμως έλαχε μια μέρα να τους καλέσουν σε βάφτιση. Παραπονέθηκε η κυρά πως ήταν πολύς ο δρόμος, κι αυτός την έστειλε να φέρει τ’ άλογα.
«Εντάξει», του λέει. «Σύρε κι εσύ να φέρεις τα γάντια μου, που τα ξέχασα στο σπίτι».
Γυρίζει ο άντρας με τα γάντια, μα εκείνη δεν είχε ξεκινήσει να φέρνει τα άλογα. «Άντε, άντε» της κάνει αυτός, χτυπώντας την ανάλαφρα στον ώμο με τα γάντια.
«Αυτή ‘ναι η πρώτη», γυρίζει και του λέει. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Κείμενο του ψυχιάτρου και δραματοθεραπευτή (και επιστημονικού υπευθύνου του Κέντρου Ψυχοθεραπείας μέσω Δράματος «Αιών») Στέλιου Κρασανάκη:
Συχνά, όταν κάποιος που με γνωρίζει για πρώτη φορά με ρωτάει για την εργασία μου, αποκρίνομαι ότι ασχολούμαι με τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους, θέλοντας να δώσω μια κάποια μυστηριώδη, παιγνιώδη αλλά και κυριολεκτική απάντηση.
Νομίζω ότι ο ψυχοθεραπευτής αυτό ακριβώς κάνει. Ακούει τις προσωπικές ιστορίες, προσπαθεί να τις ακούει όσο το δυνατόν καλύτερα, με στόχο να τις ερμηνεύσει.
Από την άλλη πλευρά ο καλλιτέχνης, ο δημιουργός, προσπαθεί να αφηγηθεί τη δική του ιστορία, ιστορία που αποτελεί και τη δική του ερμηνεία για τον κόσμο.
Ανάμεσα όμως στην αφήγηση και την ερμηνεία της μεσολαβεί το άκουσμα της, η δυνατότητα κάποιου να μεταδώσει και κάποιου να προσλάβει.
Σε μια πρόσφατη γαλλική ταινία με τίτλο Εξομολογήσεις Πολύ Προσωπικές, η ηρωίδα απευθύνει σε κάποιον φοροτεχνικό το ψυχοθεραπευτικό της αίτημα, στην αρχή από λάθος, στη συνέχεια όμως παραμένει, διότι έχει ένα πιο καθαρό άκουσμα, μια μεγαλύτερη επιθυμία να την ακούσει, όπως επισημαίνει ο επαγγελματίας ψυχοθεραπευτής τον οποίον ο φοροτεχνικός με τη σειρά του επισκέπτεται για Βοήθεια.
Μπορείτε να φανταστείτε το δίδυμο, κάποιος να αφηγείται και κάποιος να ακούει, καθισμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον. Σκεφτείτε πόσες εικόνες-παραστάσεις αναδύονται και καταλαμβάνουν τον χώρο ανάμεσα τους. Ρόλοι, καταστάσεις, χαρακτήρες και σχέσεις εμπλέκονται. Ήρωες τα καταφέρνουν ή δεν τα καταφέρνουν, κάνουν ή όχι επιλογές, επιλογές λυτρωτικές ή καταστροφικές, σε ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος.
Και οι δύο άνθρωποι ακούν την ίδια ιστορία όμως την ίδια στιγμή ο καθένας αναδημιουργεί και επικοινωνεί τη δική του ιστορία. Στις ίδιες λέξεις ο καθένας μεταφέρει τις δικές του παραστάσεις, τις δικές του προβολές. Παρακολουθούμε ένα δίδυμο ενεργό, κινητοποιημένο, σε αναμονή. Ανάμεσα τους υπάρχει δυναμική, έμπνευση και δημιουργικότητα. Παρακολουθούμε ένα κύτταρο επικοινωνίας, το μικρότερο σύστημα σχέσης.
Παρακολουθούμε ένα μοίρασμα συναισθημάτων, ιδεών, εμπειριών, πράξεων από τον αφηγητή σε εκείνον που ακούει με στόχο την απόλαυση, τη γνώση, την ανταπόκριση, την αντανάκλαση. Και οι δυο απολαμβάνουν, αλληλοκαθρεπτίζονται, αναγνωρίζουν και γνωρίζουν τον εαυτό τους. Υπάρχει αλληλεπίδραση ανάμεσα τους, η αφήγηση πολλαπλασιάζεται, επαναδημιουργείται και αναδύεται μια νέα δυναμική που ξεπερνά τους συμμετέχοντες. Τα όρια ανάμεσα στον αφηγητή και εκείνον που ακούει συγχέονται, το συμβολικό υλικό δίδει τη θέση του στην πραγματικότητα και αντιστρόφως.
Ποιος ομιλεί και ποιος ακούει; Η σιωπή εναλλάσσεται με τον λόγο. Το ταξίδι έχει ξεκινήσει. Για πού; Στη φαντασία; Στο ανοίκειο; Στο ασυνείδητο; Οδηγός είναι η εμπιστοσύνη και η επιθυμία για γνώση. Ο χώρος ανάμεσα στους συνομιλητές, ο χώρος της συνάντησης γίνεται ένας μεταβατικός χώρος και η εσωτερική εμπειρία γίνεται εξωτερική εμπειρία. Αυτό αποτελεί τον πυρήνα της κοινωνικοποίησης μας, το πώς δηλαδή η εσωτερική εμπειρία θα εξωτερικευτεί και η εξωτερική θα εσωτερικευθεί. Τούτη η παλίνδρομη, αμφίδρομη κίνηση, τούτη η διαπίστωση ότι η αφήγηση αποτελεί μια κατ’ εξοχήν κοινωνική δραστηριότητα διαπνέεται από την επιθυμία να επικοινωνήσουμε, από την ανάγκη όχι μόνο να δημιουργήσουμε και να βιώσουμε τις ιστορίες, αλλά κυρίως από την ανάγκη να τις αφηγηθούμε, να τις μοιραστούμε. Να έχουμε μάρτυρες για την ύπαρξη μας, επιβεβαίωση για την εσωτερική αρχιτεκτονική της σκέψης μας, για την οργάνωση του ψυχικού μας χάους.
Η Alida Gersie (1997) υποστηρίζει ότι «Η επιθυμία μας να αφηγηθούμε, η δυνατότητα να κρίνουμε τη στιγμή που θα το κάνουμε και η ικανότητα να μάθουμε από την αφήγηση αποτελούν τη βάση για την οργάνωση του ψυχισμού μας. Μας βοηθάνε να αναπτυχθούμε και να γίνουμε τελικά αυτό που είμαστε, ο εαυτός μας, η προσωπικότητα μας».
Η γενναιόδωρη ικανότητα να αφηγηθούμε και η ζεστή ικανότητα να ακούσουμε δημιουργούν ισορροπία ανάμεσα σε εμάς και τον κόσμο μας, ενώ η ευαίσθητη αυτή ισορροπία εκφράζει επίσης τον βαθμό της υγιούς ή παθολογικής συμπεριφοράς μας, την ικανότητα μας να επιβιώνουμε, να διαχειριζόμαστε και να αναπλαισιώνουμε τις καθημερινές δυσκολίες. Αρκετοί από τους ανθρώπους που είχαν μια παροδική ή μια πιο μόνιμη εμπειρία ψυχικής ασθένειας, έχουν και την εμπειρία της στέρησης ή της μείωσης της αφηγηματικής τους ικανότητας.
Η εμπειρία μου με ψυχωσικούς αλλά και με άτομα με εθισμό στις εξαρτησιογόνες ουσίες το επιβεβαιώνει. Η εφαρμογή της δραματοθεραπείας σε τέτοιους πληθυσμούς βοηθά και στην αποκατάσταση του αφηγηματικού λόγου, τη σύνδεση του με τις πράξεις, αλλά και στην εσωτερική οργάνωση, στο μέτρο που είναι εφικτό. Ιδιαίτερα στις εξαρτήσεις, μετά από 16 έτη εφαρμογής μεθόδων δραματοθεραπείας, θεωρώ ότι η δόμηση μιας διαδικασίας έκφρασης αποτελεί και αποκατάσταση της συναισθηματικής αγωγής.
Η διαδικασία της επανάληψης που η αφήγηση εμπεριέχει αποτελεί μια διαδικασία δόμησης, οργάνωσης και κυρίως νοηματοδότησης της προσωπικότητας μας μέσα από τη μνήμη. Εάν αποδεχτούμε την άποψη του Λακάν ότι το υποσυνείδητο είναι δομημένο ως λόγος, τότε η εκφορά του λόγου αποτελεί παράλληλα και ανάδειξη πολύτιμου προσωπικού υλικού. Η τέχνη διευκολύνει συχνά αυτή την εκφορά και γι’ αυτό οι θεραπείες μέσω τέχνης γνωρίζουν όλο και μεγαλύτερη αποδοχή και επιβεβαίωση.
Όπως παραδέχεται και ο ψυχοθεραπευτής-συγγραφέας Irvin Yalom, όλες οι αναφορές από τη θεραπευτική πρακτική είναι μύθοι που λέγονται ξανά, με όλα τα όρια που μια τέτοια διαδικασία επιβάλλει. Οι όποιες δε μεταβολές στις ιστορίες και τους μύθους, η όποια ελαχιστοποίηση ή διόγκωση εκφράζει και τις ψυχικές ανάγκες ενός ατόμου ή ενός ολόκληρου λαού. Μια εύστοχη εφαρμογή αποτελεί η τροποποίηση του τέλους στον μύθο της Μήδειας στην ταινία Ποτέ την Κυριακή. Πρόθεση του αφηγητή είναι να μεταφέρει για δικούς του προσωπικούς λόγους την εξιστορημένη γνώση, ενώ εκείνου που ακούει είναι να ψάξει για αυτό που σχεδόν ποτέ δεν θα αποσαφηνισθεί επακριβώς, για το νόημα της ιστορίας.
Όσον αφορά τον αφηγητή, ο γνωστός σκηνοθέτης Peter Brook (1989), επισημαίνει ότι «Χρειάζεται να έχει τη διανοητική ικανότητα ενός φυσικομηχανικού, τον ανθρωπισμό και την κατανόηση ενός ψυχιάτρου και την ευελιξία ενός αθλητή». Μέσα από την αφήγηση και κατασκευή ιστοριών μαθαίνουμε να διαπραγματευόμαστε με τη διαφορετικότητα, τα έντονα συναισθήματα, τις απίστευτες καταστάσεις και τις ανείπωτες λέξεις, μαθαίνουμε να γεφυρώνουμε το χάσμα ανάμεσα στην εμπειρία και στην έκθεση της.
Το 1983, οι Gergen and Gergen επινόησαν τον όρο αυτό-αφήγηση, (self- narration), για να περιγράψουν τη διαδικασία με την οποία λέμε ιστορίες για τον εαυτό μας στον εαυτό μας. Υπόθεση τους είναι ότι αυτό το σύστημα δημιουργείται με στόχο να γίνουν συνδέσεις ανάμεσα στα γεγονότα της ζωής μας και να αποκτήσουμε την αίσθηση μιας νοηματοδοτημένης συνέπειας, συνέχειας και διάρκειας. Θα προσέθετα ότι η αφήγηση στον εαυτό μας (self-narration) εξυπηρετεί την εξοικείωση με τον ίδιο μας τον εαυτό. Τον απομακρύνουμε για να τον αισθανθούμε πιο κοντά μας. Είναι σαν να προβάλλουμε τον εαυτό μας μέσα σε έναν άλλο χρόνο και χώρο.
Μια σιωπή ακολουθεί το τέλος μιας αφήγησης, με διαφορετική διάρκεια κάθε φορά. Οι σιωπές έχουν ιδιαίτερη σημασία στην αφήγηση όπως και στην ψυχοθεραπεία, η οποία έχει υποκαταστήσει τη θεραπευτικότητα της αφήγησης στην εποχή μας. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Περισσότερα για την Αέρινη Πόλη εδώ.
Τη συνέντευξη που ακολουθεί (ή μάλλον το απόσπασμα της συνέντευξης αυτής), έλαβε ο John Malkin από την οικοφιλόσοφο και ακτιβίστρια Joanna Macy. Ο αρχικός της τίτλος είναι «Επανάσταση!». Η Macy, μεταξύ άλλων οικοφιλοσόφων, έχει αναφερθεί εκτεταμμένα στην ιδέα της Μεγάλης Καμπής, η οποία περιγράφει μια περίοδο μετάβασης από τη Βιομηχανική Επανάσταση (και τα ανάλογα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά συστήματα που τη συνόδεψαν και τη συνοδεύουν μέχρι σήμερα) σε έναν τρόπο ζωής που θα υποστηρίζει τη Βιωσιμότητα.
[…] Joanna: Είμαι τόσο χαρούμενη που ξεκινάμε έτσι, διότι η έννοια της Μεγάλης Καμπής βοήθησε πολύ τόσο εμένα, όσο και άλλους συναδέλφους απ’ όλο τον κόσμο, ειδικά τη στιγμή εκείνη που σε ένα επιφανειακό επίπεδο των πραγμάτων, τα άσχημα νέα και τα εμπόδια φαίνονταν να πληθαίνουν. Οι περιβαλλοντικοί έλεγχοι υπονομεύονται, οι πολεμικές παρεμβάσεις επιβραβεύονται, ενώ οι προληπτικοί πόλεμοι βρίσκονται σε ημερήσια διάταξη.
Δάσκαλοί μου υπήρξαν πολλοί μεγάλοι στοχαστές της εποχής μας. Αντιλαμβάνονται ότι βρισκόμαστε στη μέση μιας επανάστασης, τόσο σημαντικής σε μέγεθος όσο και οι άλλες δύο που προηγήθηκαν αυτής. Η μία ήταν η αγροτική επανάσταση, η οποία διάρκεσε αιώνες και η άλλη – που ακολούθησε αργότερα – ήταν η βιομηχανική επανάσταση, η οποία συντελέστηκε σε γρηγορότερους ρυθμούς. Τώρα, τις επανάστασεις αυτές ακολουθεί η τρέχουσα.
John: Για ποιό λόγο θεωρείς την τρέχουσα επανάσταση αναπόφευκτη;
Joanna: Είναι αναπόφευκτη επειδή η ανάπτυξη της βιομηχανικής κοινωνίας δεν είναι βιώσιμη. Βρισκόμαστε ήδη σε μια κατάσταση υπέρβασης, όπως λέμε όταν αναφερόμαστε σε συστήματα. Ή αλλιώς, πρόκειται για ένα «σύστημα ανισορροπίας», όπου έχουμε ήδη υπερβεί τα όρια ανανέωσης των πόρων μας και έχουμε ήδη υπερβεί την ικανότητα απορρόφησης των απορριμάτων που ξεφορτωνόμαστε στον αέρα, το χώμα, το νερό και τη γη. Έτσι, δεν μας απομένει πολύς χρόνος. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με τον ίδιο ρυθμό.
Όταν κοιτάμε γύρω μας, βλέπουμε ότι η επανάσταση αυτή παρουσιάζει συγκεκριμένες διαστάσεις. Η πρώτη αφορά δράσεις επιβράδυνσης της ζημιάς, αυτό που πολλοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται ως ακτιβισμό. Η δεύτερη αφορά νέους θεσμούς, όπως η οργανική γεωργία και οι εναλλακτικές θεραπείες. Και τέλος, η τρίτη αφορά μια συνεχόμενη μετατόπιση της συνείδησης.
Αυτή είναι η επανάσταση που λαμβάνει χώρα και δε γνωρίζουμε αν θα πετύχει ή όχι. Και αυτό το πράγμα είναι πολύ σημαντικό να το αντιμετωπίσουμε και να το αναγνωρίσουμε άμεσα. Στη ζωή δεν υπάρχουν εγγυήσεις. Και δε γνωρίζουμε κατά πόσο τα συστήματα που συντηρούν τη ζωή θα τεθούν εκτός ισορροπίας λόγω των επιθέσεών μας προς αυτά ή αν θα προλάβουμε να θέσουμε σε εφαρμογή θεσμούς που υπηρετούν τη ζωή. Αντιμετωπίζουμε το ίδιο ερώτημα συνεχώς. Κάθε φορά που φυτεύεις σπόρους στο έδαφος, ουδέποτε γνωρίζεις αν η συγκομιδή σου θα επαρκέσει. Και κάθε φορά που γεννάς ένα μωρό, ποτέ δε γνωρίζεις εκ των προτέρων αν θα είναι υγιές. Κι έτσι έχουμε αυτό το μεγάλο προνόμιο να ζούμε μια ιστορική στιγμή, κατά την οποία όλα όσα κάνουμε – το πως σχετιζόμαστε, το πως σκεφτόμαστε, το πως κινούμαστε – έχει τεράστιες επιπτώσεις. Οι ζωές μας ξαφνικά αποκτούν νόημα κι αυτό είναι κάτι το μεγαλειώδες.
Θα ήθελα απλώς να αναφερθώ σε μια κουβέντα που άκουσα πρόσφατα: «Η ουσία μιας περιπέτειας δεν είναι να γνωρίζουμε το αποτέλεσμα. Η ουσία μιας περιπέτειας σε πνεύμα ευθυμίας είναι να μη χρειάζεται να γνωρίζουμε το αποτέλεσμα.» Αυτή είναι η μεγάλη περιπέτεια των καιρών μας και μπορεί να μετασχηματίσει κάθε σκέλος της ζωής μας. Εν τω μεταξύ, οι καρδιές μας ραγίζουν ανά πάσα στιγμή, καθώς παρατηρούμε το μέγεθος των υφιστάμενων απωλειών. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε για να ανασχαιτίσουμε τις απώλειες αυτές. Και μη μπορώντας να τις ανασχαιτίσουμε οι καρδιές μας ραγίζουν, ο νους μας ανοίγει και μαζί του και η καρδιά μας. Υφαίνουμε συνδέσεις για το μέλλον.
John: Πολλοί άνθρωποι, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και τους πολέμους που επακολούθησαν στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, φαίνεται να έχουν βυθιστεί στη θλίψη και το φόβο. Πολλοί άνθρωποι συμφωνούν ότι η καταστροφικότητα και η δυσλειτουργικότητα που χαρακτηρίζουν τον κόσμο μας, αλλά και τις κοινωνικές, οικονομικές και οικολογικές δομές, έχουν αυξηθεί. Δεν γνωρίζουμε αν θα καταφέρουμε να επιβιώσουμε. Αυτό από μόνο του δημιουργεί πολύ φόβο και αγωνία στους ανθρώπους και ενδεχομένως δημιουργείται η ιδέα ότι ίσως να είναι πολύ αργά για ν’ αποκαταστήσουμε την καταστροφή που έχουμε προκαλέσει στη Γη. Τί μπορούμε να κάνουμε με το συναίσθημα αυτό;
Joanna: Συνειδητοποιούμε ότι η ίδια η θλίψη μας για τον κόσμο, ο τρόμος μας γι’ αυτά που θα μπορούσαν να συμβούν στα πλάσματα του μέλλοντος, στα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών τους, η οργή μας για όσα συμβαίνουν – όλα αυτά τα οποία συνοψίζω ως «πόνος για τον κόσμο» – αποτελούν στην πραγματικότητα ένδειξη της αλληλοσύνδεσής μας. Αλλιώς δε θα μας ένοιαζε και τόσο.
Τώρα, η λογική του κυρίαρχου ρεύματος θα μας ενθάρρυνε να ιδιωτεύσουμε εντός της θλίψης αυτής, σκεφτόμενοι πως φταίμε εμείς προσωπικά λόγω της δυσπροσαρμοστικότητάς μας ή ό,τι άλλο. Η θλίψη αυτή όμως, οφείλεται σε μια αίσθηση βαθιού ενδιαφέροντος. Πρόκειται για ένα μετασχηματισμό που συμβαίνει τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσεις την πηγή της λύπης σου, το βάθος της θλίψης σου – Θεέ μου, τι κάνουμε ο ένας στον άλλο! Κοίτα πως καταργούμε τις νομοθετικές ρυθμίσεις για καθαρό αέρα, προκειμένου να μπορούμε να διοχετεύουμε δηλητήρια στην ατμόσφαιρα, προκαλώντας εκατοντάδες χιλιάδες περιστατικά βρογχίτιδας.
Το να μπορείς να νιώσεις έστω λίγη θλίψη, είναι καλό νέο διότι δείχνει ότι δεν είσαι αποκομμένος. Δε βιώνεις μια κατάσταση ηθικού αυτισμού. Νοιάζεσαι. Είσαι σε θέση να υποφέρεις για τον κόσμο αυτό. Κάθε πνευματική παράδοση τιμά την ικανότητα του «να υποφέρει κανείς για κάτι» – αυτή είναι η κυριολεκτική σημασία της συμπόνοιας.
John: Αλλά πως θα γνωρίζουμε πότε είναι η στιγμή να εμβαθύνουμε στον πόνο το δικό μας ή τον πόνο του κόσμου γύρω μας και πότε είναι η στιγμή να τον αφήσουμε πίσω μας και να προχωρήσουμε μπροστά; Νομίζω πως στην κουλτούρα μας, είμαστε ειδικά προγραμματισμένοι ώστε να αποδιώχνουμε μακρυά μας τις επώδυνες εμπειρίες, προσπαθώντας να ζούμε όσο πιο ευχάριστα γίνεται.
Joanna: Το μόνο που χρειάζεται να προσέξεις εδώ, είναι κατά πόσο φοβάσαι τον πόνο. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να μπλέξεις άσχημα. Δε είναι ότι ανά πάσα στιγμή θα έπρεπε να επιδιώκεις να αισθάνεσαι άθλια για τις προοπτικές μας, βυθιζόμενος σε ένα απύθμενο πηγάδι θλίψης. Χρειάζεται όμως να προχωρήσεις. Αναγνωρίζεις τι είναι αυτό που νιώθεις δίχως να το φοβάσαι. Θα έλεγα ότι η αξιοποίηση της αναπνοής, το γεγονός ότι συνεχίζει κανείς να αναπνέει είναι ιδιαίτερα βοηθητικό. Είναι κάτι που διδάσκω πάντα στα βιβλία και τα εργαστήριά μου.
Αυτή είναι η στιγμή να παραμένει κανείς παρών σε όσα συμβαίνουν στον κόσμο μας και είναι κάτι πραγματικά δύσκολο να το καταφέρει κανείς μονάχος. Είμαστε κοινωνικά ζώα και τώρα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο. Χρειαζόμαστε συντροφικότητα κατά τη διάρκεια της διαδρομής, ώστε να βοηθήσει ο ένας τον άλλο να γνωρίζει πως δεν έχει τρελαθεί.
John: Φαίνεται να βιώνουμε μια κρίση ως προς το ποιά είναι η αλήθεια τώρα. Και αυτή η κρίση συνοδεύεται από την ιδέα του «λοιπόν, ούτως ή άλλως δε γνωρίζω καν αν θα τα καταφέρω». Αναφέρθηκες σ’ αυτήν την κατάσταση νωρίτερα, λέγοντας ότι παρ’ όλο που προσπαθούμε να θέσουμε ένα τέλος στον πόνο, δε γνωρίζουμε εκ των προτέρων πως θα εξελιχθούν τα πράγματα. Επίσης, σκέφτομαι και τον Γκάντι. Ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του ήταν «Η Ιστορία των Πειραματισμών μου με την Αλήθεια«. Έβλεπε τη ζωή σαν ένα πειραματισμό, όπου δε γνωρίζεις εκ των προτέρων τι θα συμβεί.
Joanna: Δε χρειάζεται να γνωρίζεις. Δεν είναι πραγματικά βαρετό να συναναστρέφεσαι ανθρώπους που νομίζουν ότι έχουν μια απάντηση για όλα; Εννοώ, υπάρχει τίποτε πιο ανιαρό απ’ αυτό; Είναι η περιέργεια που μας χαρίζει ζωντάνια και κανείς δεν μπορεί να είναι πραγματικά περίεργος αν γνωρίζει τα πάντα.
Έχω ένα φίλο που λέει «τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν όλο και χειρότερα, όλο και καλύτερα, όλο και πιο γρήγορα». Λοιπόν, όσο τα πράγματα χειροτερεύουν, υπάρχει ο πειρασμός να εξοργίζεται κανείς όσο δεν παίρνει με τους έχοντες εξουσία, οι οποίοι ευθύνονται για τη λήψη των αποφάσεων εκείνων που προκαλούν όλον αυτόν τον πόνο. Ή που εξαγοράζουν τους πολιτικούς. Υπάρχει μια τάση δαιμονοποίησής τους και θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για τις διδαχές του βουδισμού, οι οποίες μου προσφέρουν τρόπους να διακρίνω όσους διαπράττουν τα δεινά αυτά δίχως να τους δαιμονοποιώ.
Τα βάσανά μας δεν οφείλονται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, έναν πολιτικό, ένα διευθύνοντα σύμβουλο ή έναν τρομοκράτη ή οτιδήποτε άλλο! Τα δεινά μας οφείλονται σε σφάλματα του νου. Πρόκειται για την αυταπάτη, την άγνοια, τη λαχτάρα και το μίσος. Το τελευταίο αποτέλεσε πολύ σημαντικό μάθημα με τεράστια απήχηση στη ζωή τη δική μου, αλλά και τη ζωή πολλών συναδέλφων. Ειδικά αν παρατηρήσει κανείς, πως θεσμοθετούνται στους καιρούς μας οι διαφορετικές μορφές της απληστίας, του μίσους και της αυταπάτης. Κι έχουν τέτοια δύναμη. Όμως από μόνα τους δεν έχουν ζωή.
John: Στον ακτιβισμό ή στις προσπάθειες για πολιτικές αλλαγές κυριαρχεί η τάση ν’ απομακρύνει κανείς τους έχοντες εξουσία, έχοντας ως πρόθεση να τους αντικαταστήσει προκειμένου ν’ ασκήσει την εξουσία με καλύτερο τρόπο.
Joanna: Πάμε στοίχημα! Αυτό εννοούμε όταν λέμε πως «ανακατεύει κανείς το σωρό της κοπριάς»! (Γέλια)
John: (Γέλια)
Joanna: Όλα θα πάνε θαυμάσια, αρκεί να μ’ ανεβάσετε κι εμένα εκεί πάνω! Είναι όμως οι ίδιες οι δομές που χρειάζεται ν’ αλλάξουν. Και θέλεις να παρακωλύσεις τις δομές αυτές, τους κανόνες του παιχνιδιού. Τώρα, με βάση τους κανόνες της κοινωνίας της βιομηχανικής ανάπτυξης, αν ο διευθύνων σύμβουλος μιας εταιρείας προσπαθήσει να λάβει αποφάσεις με γνώμονα τη βιωσιμότητα των πρώτων υλών, θα απομακρυνθεί από τους μετόχους.
Όπως παρατηρούμε στη Μεγάλη Καμπή, πρόκειται για μια από τις πιο εφευρετικές περιόδους ολόκληρης της ανθρώπινης ιστορίας. Ξεπηδούν τόσες νέες δομές και οπτικές. Και την ίδια στιγμή, παρουσιάζονται τόσο ακραίες υπερβάσεις της ιδιοτέλειας. Άνθρωποι από κάθε επαγγελματικό πεδίο – από ραδιολόγους μέχρι αντιπυρηνικούς ακτιβιστές, από υποστηρικές της αεικαλλιέργειας, απλούς καλλιεργητές μέχρι οικονομολόγους που προωθούν εναλλακτικά νομίσματα – συμμετέχουν σε αυτή τη θαυμάσια περιπέτεια της επανάστασης των καιρών μας. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Η σοφία δε βρισκόταν στην κορυφή του σχολικού βουνού, αλλά εκεί, στα βουναλάκια από άμμο, στο νηπιαγωγείο. Αυτά είναι τα πράγματα που έμαθα: Να μοιράζεσαι τα πάντα. Να παίζεις τίμια. Να μη χτυπάς τους άλλους. Να βάζεις τα πράγματα πάλι εκεί που τα βρήκες. Να καθαρίζεις τις τσαπατσουλιές σου. Να μην παίρνεις τα πράγματα που δεν είναι δικά σου. Να λες συγγνώμη, όταν πληγώνεις κάποιον. Να πλένεις τα χέρια σου πριν από το φαγητό. Να κοκκινίζεις
Ζεστά κουλουράκια και κρύο γάλα κάνουν καλό. Να ζεις μια ισορροπημένη ζωή, να μαθαίνεις λίγο, να σκέπτεσαι λίγο, να σχεδιάζεις, να ζωγραφίζεις, να τραγουδάς, να χορεύεις, να παίζεις και να εργάζεσαι κάθε μέρα από λίγο. Να παίρνεις έναν υπνάκο το απόγευμα.
Όταν βγαίνεις έξω στον κόσμο, να προσέχεις την κίνηση, να κρατιέσαι από το χέρι και να μένεις μαζί με τους άλλους. Να αντιλαμβάνεσαι τα θαύματα. Να θυμάσαι το μικρό σπόρο μέσα στο δοχείο από φελιζόλ. Οι ρίζες πάνε προς τα κάτω και το φυτό προς τα πάνω. Κανείς πραγματικά δεν ξέρει πώς και γιατί, αλλά όλοι μας μοιάζουμε σ’ αυτό. Τα χρυσόψαρα, τα χάμστερς, τα άσπρα ποντίκια, ακόμη κι ο μικρός σπόρος μέσα στο πλαστικό δοχείο, όλα πεθαίνουν. Το ίδιο κι εμείς. Να θυμάσαι τελικά τα βιβλία και την πρώτη λέξη που έμαθες την πιο μεγάλη απ’ όλες: τη λέξη ΚΟΙΤΑ.
Όλα όσα πρέπει να ξέρετε, βρίσκονται κάπου εδώ μέσα. Ο χρυσός κανόνας, η αγάπη και οι βασικές αρχές υγιεινής, η οικολογία, η πολιτική, η ισότητα και η υγιεινή ζωή. Πάρτε μια απ’ αυτές τις συμβουλές, εκφράστε την με επιτηδευμένη ορολογία ενηλίκων και εφαρμόστε τη στην οικογενειακή σας ζωή, στην εργασία σας, στην κυβέρνησή σας, στον κόσμο σας και θα παραμείνει αληθινή, ξεκάθαρη, σταθερή. Σκεφτείτε πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος, αν όλοι εμείς οι άνθρωποι τρώγαμε γάλα με κουλουράκια γύρω στις τρεις το απόγευμα και μετά ξαπλώναμε κάτω από τις κουβέρτες για έναν υπνάκο.Ή, αν όλες οι κυβερνήσεις είχαν ως βασική αρχή να βάζουν πάντα τα πράγματα εκεί που τα βρήκαν και να καθαρίζουν τις τσαπατσουλιές τους. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Στο Μουσείο της Ακρόπολης ακούσαμε τη Vandana Shiva. Τριγυρισμένοι από τους θησαυρούς και το κάλλος των θραυσμάτων της αρχαίας Αθήνας και μιας άλλης, σχεδόν απόμακρης, σκέψης για τη φιλοσοφία, την πολιτική, την τέχνη και τη ζωή, ακούσαμε τη φιλόσοφο και ακτιβίστρια, που ταξίδεψε, από την Ινδία για να δηλώσει την αλληλεγγύη της στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα όπου ενδημεί η μισή και πλέον βιοποικιλότητα της Ευρώπης. Όπως την άκουγα να μιλάει μου ήρθε στο μυαλό η συγκίνηση που ένιωσα, βλέποντας καιρό πριν στο αεροδρόμιο απλωμένα και ομορφοτακτοποιημένα σε κοινή θέα τα καλούδια της ελληνικής γης: ελιές εκλεκτών ποικιλιών και λάδι, τυριά χίλιων ειδών, ψάρια παστά, ταραμά, πιπεριές και ντοματάκια σε βαζάκια, όσπρια, μυρουδικά, βότανα, τσάγια, κρασιά λευκά και κόκκινα, γλυκά του κουταλιού, μαστίχα Χίου, σαπούνια αρωματικά, και δεκάδες άλλα αγαθά. Και συνειδητοποιώντας τον πλούτο και τη γενναιοδωρία της γης μονολόγησα: «Α ρε πατρίδα, α ρε πατρίδα τι παράγεις.»
Με την υγεία ανά εκτάριο και όχι με την απόδοση, έτσι «μετριούνται» τα δώρα της γης όταν τη σεβόμαστε και προστατεύουμε τους θησαυρούς τους – τους σπόρους, το νερό, τα δάση, την ποικιλία. Που ταξίδεψαν χιλιάδες χρόνια μέσα στην εξέλιξη και από κοινού με την παραδοσιακή γνώση που μάθαινε, καταλάβαινε και διέδιδε τη σοφία της φύσης και τις ντόπιες ποικιλίες, μας χάρισαν το δώρο της ζωής, της αρμονίας, της υγείας και της ανείπωτης ομορφιάς.
Και θυμάμαι πάλι, πριν γυρίσουμε στην Ελλάδα, που η μάνα μας, μάς μίλαγε για το νησί. Μάς ταξίδευε σε ακρογιάλια και δάση με καστανιές και μηλιές, σε θάλασσες μικρές και ποτάμια και έφερνε τα απάνω – κάτω σε όσα ζούσαμε και βλέπαμε στον τόπο όπου ζούσαμε τότε. Εκεί η φύση ήταν μεγαλειώδης, κυριαρχική. Η βλάστηση θηριώδης, και ο τόπος μια απέραντη ισάδα. Οι βροχές δυνατές, ακαριαίες και μικρές σε διάρκεια, ο ήλιος έκαιγε ολημερίς λες και δε τέλειωνε ποτέ το μεσημέρι, και η θάλασσα με κύματα άγρια, ατιθάσευτη. Στο νησί που μας περιέγραφε η μάνα μας η φύση ήταν γλυκιά, γαλαντόμα, πλανεύτρα. Όλο ελιές, κυπαρισσάκια, πλατάνια και οπωροφόρα, μαλακά βουνά και μελένιους λόφους που σταμάταγαν το βλέμμα και το ξεκούραζαν. Ποτέ δε θα ξεχάσω την πρώτη φορά που κάναμε μπάνιο στη θάλασσα, σε έναν μικρό κόλπο με γύρω- τριγύρω καλάμια και αλμυρίκια, βοτσαλωτή παραλία με βραχάκια από εδώ κι αποκεί, και η θάλασσα λάδι και καταγάλανη. Μοσχοβολούσε αλμύρα και ιώδιο και όταν βουτούσες, χώρια ένιωθες σα να χόρευες στο νερό από την άνωση, αντίκριζες έναν καινούργιο υποθαλάσσιο κόσμο – ψάρια να κολυμπάνε παρέα σου, αστερίες, ανεμώνες της θάλασσας, φύκια να ανεμίζουν, όστρακα και άλλα εξωτικά πλάσματα, χρωματιστά, ανέμελα και παιχνιδιάρικα.
«Ό,τι χρειάστηκε να μάθω το έμαθα στο δάσος» λέει η Vandana. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Ακολουθούν οι στίχοι (George Harrison). Ποίηση μετά μουσικής:
Isn’t it a pity
you don’t know what i’m talking about yet
but i will tell you soon
it’s a pity
isn’t it a pity
isn’t it a shame
yes, how we break each other’s hearts
and cause each other pain
how we take each other’s love
without thinking anymore
forgetting to give back
forgetting to remember
just forgetting and no thank you
isn’t it a pity Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Ήταν μια φορά μια γυναίκα που ζούσε με τη μοναχοκόρη της σ’ ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη ενός χωριού.
Μια μέρα, το κορίτσι είχε μείνει στο σπίτι να παλεύει με τη λάτρα, ενώ η μάνα της δούλευε έξω στα χωράφια. Έξαφνα έπιασε καλοκαιριάτικη καταιγίδα κι αυτή έτρεξε κάτω από ένα δέντρο να προφυλαχτεί, κι εκεί σαν πύρινο τσεκούρι τη χτύπησε κεραυνός. Έπεσε σαν κούτσουρο και δε σηκώθηκε ποτέ.
Το κορίτσι ήταν απαρηγόρητο. Έκλαιγε όλη μέρα κι όλη νύχτα και παρακαλούσε τον ουρανό για ένα μόνο πράγμα: Να ξαναδεί τη μάνα της, ας ήταν και στ’ όνειρό της. Δεν πήγαινε στο πηγάδι να φέρει νερό, δε ζύμωνε, δε σκούπιζε. Ζούσε από τη συμπόνια των χωριανών, που της έφερναν πού και πού μια στάμνα νερό, ένα πιάτο φαΐ, και το χαμηλό σπιτάκι της σκεπαζόταν μέρα τη μέρα με μια σκόνη πηχτή και πικρή. Και πέρναγε ο καιρός μέσα σε θρήνους και δάκρυα και σιωπή…
Ώσπου, μια νύχτα παράξενη, χωρίς φεγγάρι και χωρίς αστέρια, χωρίς ήχους και χωρίς σκιές, το κορίτσι είδε ένα όνειρο. Ονειρεύτηκε πως βρέθηκε σ’ ένα άγνωστο χωριό. Ήταν ένας τόπος ήσυχος, με μικρά χαμηλά σπιτάκια ασπρισμένα με ασβέστη και στις αυλές τους είχε γλάστρες με βασιλικούς, μαντζουράνες, χρυσάνθεμα, γεράνια… Και παντού άνθρωποι ήσυχοι, με ματιά μερεμένη. Γυναίκες λιαζόντουσαν στον ήλιο, πίνοντας δροσερούς χυμούς, ή κεντούσαν στη σκιά παράξενα τοπία πάνω σε λινά τραπεζομάντιλα και μεταξωτά στρωσίδια. Άντρες παίζανε τάβλι στο καφενείο ή πίνανε ρακί, τρώγοντας μαλακά σταρένια παξιμάδια, αλειμμένα λάδι, αλάτι και θυμάρι. Παιδιά παίζανε κρυφτό ή κουτσό, μασουλώντας ζεστό ψωμί αλειμμένο κατσικίσιο βούτυρο και μέλι. Κι έξαφνα, είδε από μακριά να ’ρχεται η μάνα της. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »