You are currently browsing the tag archive for the ‘αγάπη’ tag.
Αρπάζομαι από τούτη τη ζωντανή σχεδία, το σώμα μου,
στο στενό ποτάμι της γήινης ζωής μου.
Την αφήνω όταν περνάμε απέναντι. Κι έπειτα;
Δεν ξέρω αν το φως ή το σκοτάδι εκεί
είναι τα ίδια.
Το Άγνωστο είναι η συνεχής ελευθερία:
Είναι ανελέητο στην αγάπη του.
Σπάει το όστρακο για το μαργαριτάρι,
που κείτεται άφωνο στο σκοτεινό του λαβύρινθο.
Νοσταλγείς και θρηνείς τις μέρες που έφυγαν,
φτωχή καρδιά!
Να χαίρεσαι για τις μέρες που θα ‘ρθουν!
Ήρθε η ώρα, ω προσκυνητή!
Ήρθε η ώρα να φύγεις!
Το πρόσωπό του θα ‘ναι ορατό κάτω απ’ το πέπλο,
και θα συναντηθείτε.
Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ (2010:220) Ποιήματα. Αθήνα: Εκδόσεις Εκάτη.
Είναι μια ανοησία
λέει η λογική
Είναι αυτό που είναι
λέει η αγάπη
Είναι δυστυχία
λέ’ η υστεροβουλία
Είναι πόνος
λέει ο φόβος
Είναι μια ματαιότητα
λέει η κρίση
Είναι αυτό που είναι
λέει η αγάπη
Είναι γελοίο
λέει η περηφάνεια
Είναι επιπολαιότητα
λέει η περίσκεψη
Είναι αδύνατον
λέει η πείρα
Είναι αυτό που είναι
λέει η αγάπη
Erich Fried
Πηγή: http://www.erichfried.de/Was%20es%20ist.htm
Στις 16/5 και ώρα 20:30, η Τίνα Λυγδοπούλου αφηγείται παραμύθια για όσους «αγαπηθήκαν όπως πρώτα» στο Βιβλιοπωλείο Περιπλανήσεις (Μάρκου Μουσούρου 22 στο Μετς – 2109240619).
«Στη φαντασία των περισσότερων η αγάπη αποτελεί το επιστέγασμα στην προσπάθεια για περισσότερη εγγύτητα. Την επιβράβευση των δεινών τους. Αρκεί να παρακολουθήσει κανείς οποιαδήποτε κινηματογραφική ταινία και η αντίληψη αυτή θα επιβεβαιωθεί.
Στα παραμύθια όμως, η αγάπη συχνά δεν αποτελεί παρά την αρχή της αφήγησης, της δοκιμασίας, της περιπλάνησης και των προκλήσεων. Και συχνά χρειάζεται να διανύσει κανείς τεράστιες αποστάσεις, μέχρι να πραγματοποιηθούν οι ευχές για έναν κοινό βίο σε παράλληλο βήμα – αρκεί να ρωτήσει κανείς τον κυνηγό που μεταμορφώθηκε σε βουνό, την κόρη δίχως χέρια ή τη γυναίκα που αναζητά μια και μόνο τρίχα από το στέρνο μιας αρκούδας.
Και έτσι, συναντώντας τον άλλο, συναντάμε τον εαυτό μας σε όλες τις αποχρώσεις του…»
Γράφοντας, προσπαθώ να μπάσω στις λέξεις μου
την ημέρα με την αγάπη της. Τον ήλιο, τ’ αστέρια,
τα πράγματα – όλα να στρέφονται, όπως
και μέσα στο σύμπαν, μέσα στην ποίηση.
Όπου φως κι όπου βλέφαρο σ’ ένα δίσκο μικρότερο,
σε μια σφαίρα, ένα σχήμα βιβλίου, που θάναι
και δίσκος και σφαίρα και άπειρο. Όλο
τον κόσμο με ανέπαφες τις αχνές του γραμμές,
την αρμονία όπως είναι φωτισμένη από μια
καλωσύνη παγκόσμια – κινώντας σε ανάταση
τις γραμμές και τα χρώματα.
δφσ
Να φτιάξω ένα κόσμο που τίποτα
δε θα του λείπει. Έναν κόσμο όπως ήταν
πριν ακόμη φθαρεί. Πριν ακόμη σκοτώσει
ο Κάιν τον Άβελ. Ν’ αναβλύζουνε οι λέξεις μου
νερό και χορτάρι. Ν’ αναβλύζουνε ζώσα
σιωπή και χαμόγελο.
Νικηφόρος Βρεττάκος (1999:25) ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Τόμος Δεύτερος, Τρία Φύλλα (Εκδόσεις Θεμέλιο & Κ. Βρεττάκος), Αθήνα
υπάρχει αρκετή πανουργία, μίσος, βία και παραλογισμός στο μέσο άνθρωπο που αρκεί για να προμηθεύσει οποιονδήποτε στρατό μια οποιαδήποτε μέρα
σφσδφσ
και οι καλύτεροι στο φόνο είναι αυτοί που κηρύττουν εναντίον του
και οι καλύτεροι στο μίσος είναι αυτοί που κηρύττουν αγάπη
και οι καλύτεροι στον πόλεμο είναι τελικά αυτοί που κηρύττουν ειρήνη
σφσδφσ
εκείνοι που κηρύττουν Θεό, χρειάζονται Θεό
εκείνοι που κηρύττουν ειρήνη, δεν έχουν ειρήνη
εκείνοι που κηρύττουν αγάπη, δεν έχουν αγάπη
σφσδφσ
προσοχή στους κήρυκες
προσοχή στους γνώστες
προσοχή σ’ εκείνους που διαρκώς διαβάζουν βιβλία
προσοχή σ’ εκείνους που είτε απεχθάνονται τη φτώχεια
είτε περηφανεύονται γι’ αυτήν
προσοχή σ’ εκείνους που βιάζονται να επαινέσουν
γιατί ζητούν επαίνους για αντάλλαγμα
προσοχή σ’ εκείνους που βιάζονται να λογοκρίνουν
καθώς φοβούνται όσα δε γνωρίζουν
προσοχή σ’ εκείνους που αναζητούν τα πλήθη
γιατί σα βρίσκονται μονάχοι είν’ ένα τίποτα
προσοχή στο μέσο άντρα τη μέση γυναίκα
προσοχή στην αγάπη τους, μια μετριότητα
που αναζητά τη μετριότητα
σφσδφσ
κι όμως υπάρχει ιδιοφυΐα στο μίσος τους
υπάρχει αρκετή ιδιοφυΐα στο μίσος τους για να σκοτώσει
για να σκοτώσει οποιονδήποτε
δεν αποζητούν τη μοναξιά
δεν κατανοούν τη μοναξιά
θα προσπαθήσουν να καταστρέψουν οτιδήποτε
διαφοροποιείται απ’ τον εαυτό τους
κι όπως δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν τέχνη
δεν είναι σε θέση και να καταλάβουν την τέχνη
την αποτυχία του δημιουργού θα τη μεταφράσουν μόνο
ως αποτυχία ενός ολόκληρου κόσμου
δίχως να καταφέρνουν ν’ αγαπούν με την καρδιά τους
θα θεωρήσουν τη δική σας την αγάπη ημιτελή
και γι’ αυτό θα σας μισήσουν
και θα υπάρχει τελειότητα στο μίσος τους
σφσδφσ
όπως ένα αστραφτερό διαμάντι
όπως ένα μαχαίρι
όπως ένα βουνό
όπως μια τίγρη
όπως το κώνειο
σφσδφσ
το τελειότερο έργο τους
Charles Bukowski
Πηγή: https://afigisizois.wordpress.com
[…] Γιατί αποδεχόμαστε το ηθικό, κοινωνικό περιβάλλον όταν γνωρίζουμε πολύ καλά πως είναι τελείως ανήθικο, γνωρίζοντάς τα αυτά – όχι απλά και μόνο συναισθηματικά ή συγκινησιακά, αλλά παρακολουθώντας τον κόσμο και τον εαυτό μας – γιατί ζούμε μ’ αυτόν τον τρόπο; Γιατί το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν δημιουργεί αληθινά ανθρώπινα όντα, αλλά μηχανικές οντότητες γυμνασμένες για να αποδέχονται ορισμένες δουλειές και τελικά να πεθαίνουν; Η παιδεία, η επιστήμη και η θρησκεία δεν έχουν λύσει καθόλου τα προβλήματά μας.
Κοιτάζοντας όλη αυτή τη σύγχυση, γιατί ο καθένας μας αποδέχεται και συμβιβάζεται, αντί να διαλύει όλη τη διαδικασία μέσα μας; Νομίζω πως θα ‘πρεπε να κάνουμε αυτή την ερώτηση, όχι διανοητικά, ούτε με το σκοπό να βρούμε κάποιον θεό, κάποια συνειδητοποίηση, κάποια αλλόκοτη ευτυχία που αναπόφευκτα οδηγεί σε διάφορα είδη φυγής, αλλά κοιτάζοντάς την πολύ ήσυχα, με σταθερό βλέμμα, χωρίς καμμία κρίση και αξιολόγηση. Θα ‘πρεπε να ρωτήσουμε, σαν ώριμοι άνθρωποι, γιατί ζούμε μ’ αυτόν τον τρόπο – γιατί ζούμε, αγωνιζόμαστε και πεθαίνουμε. Και όταν κάνουμε πράγματι μια τέτοια ερώτηση, σοβαρά, με απόλυτη διάθεση να την καταλάβουμε, οι φιλοσοφίες, οι θεωρίες, οι κερδοσκοπικοί ιδεασμοί δεν έχουν καμμία απολύτως θέση. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι ή αυτό που μπορεί να είναι ή μια αρχή που θα έπρεπε να ακολουθήσουμε ή η θρησκεία ή ο γκουρού που θα έπρεπε ν’ αναζητήσουμε. Όλες αυτές οι αποκρίσεις είναι ολοφάνερα χωρίς κανένα νόημα όταν αντιμετωπίζετε αυτή τη σύγχυση, τη μιζέρια και τη συνεχή σύγκρουση στην οποία ζούμε. Μετατρέψαμε τη ζωή σ’ ένα πεδίο μάχης, κάθε οικογένεια, κάθε ομάδα, κάθε έθνος εναντίον του άλλου. Βλέποντάς τα όλα αυτά, όχι σαν μια ιδέα, αλλά σαν κάτι που το παρατηρείτε αληθινά, που το αντιμετωπίζετε, θα ρωτήσετε τον εαυτό σας γιατί συμβαίνουν όλα αυτά. Γιατί συνεχίζουμε μ’ αυτόν τον τρόπο, χωρίς να ζούμε και χωρίς ν’ αγαπάμε, αλλά γεμάτοι φόβο και τρόμο μέχρι να πεθάνουμε;
Όταν κάνετε αυτή την ερώτηση, τί θα κάνετε; Δεν μπορούν να την κάνουν αυτοί οι άνθρωποι που είναι άνετα συμβιβασμένοι με γνωστά ιδανικά, σ’ ένα άνετο σπίτι με λίγα χρήματα και που είναι αντικείμενο μεγάλης εκτίμησης, οι αστοί. Αν κάνουν κάποτε ερωτήσεις, αυτό το είδος των ανθρώπων τις μεταφράζει σύμφωνα με τις ατομικές του απαιτήσεις για ικανοποίηση. Αλλά μια και αυτό είναι ένα πολύ ανθρώπινο, πολύ συνηθισμένο πρόβλημα, που αγγίζει τη ζωή του καθένα μας, πλούσιου και φτωχού, νέου και γέρου, γιατί ζούμε αυτή τη μονότονη, τη χωρίς νόημα ζωή; Πηγαίνοντας στο γραφείο ή δουλεύοντας σ’ ένα εργαστήριο ή σ’ ένα εργοστάσιο για σαράντα χρόνια, κάνοντας λίγα παιδιά, μορφώνοντάς τα με παράλογους τρόπους, και μετά πεθαίνοντας; Νομίζω πως θα ‘πρεπε αυτήν την ερώτηση μ’ όλο σας το είναι, για να μάθετε. Μετά μπορείτε να κάνετε την επόμενη ερώτηση: το αν τα ανθρώπινα όντα μπορούν ν’ αλλάξουν ποτέ ριζικά, βασικά, ώστε να μπορούν να κοιτάζουν τον κόσμο απ’ την αρχή με διαφορετικά μάτια, με διαφορετική καρδιά, που δεν είναι πια γεμάτη μίσος, με ανταγωνισμό, με φυλετικές προκαταλήψεις, αλλά μ’ ένα νου που είναι πολύ καθαρός, που έχει υπερβολική ενέργεια.
Βλέποντάς τα όλα αυτά – τους πολέμους, τους παράλογους διαχωρισμούς που έχουν προκαλέσει οι θρησκείες, το χωρισμό ανάμεσα στο άτομο και την κοινότητα, την οικογένεια σ’ αντίθεση με όλον τον υπόλοιπο κόσμο, το κάθε ανθρώπινο ον που αρπάζεται από κάποιο αλλόκοτο ιδανικό, χωρίζοντας τον εαυτό του σε «εμένα» και «εσένα», «εμάς» και «αυτούς» – βλέποντάς τα όλα αυτά, και αντικειμενικά και ψυχολογικά, παραμένει μόνο μια ερώτηση, ένα βασικό πρόβλημα και αυτό είναι αν ο ανθρώπινος νους, που έχει προσδιοριστεί τόσο έντονα, μπορεί ν’ αλλάξει. Όχι σε κάποια μελλοντική μετεμψύχωση, όχι στο τέλος της ζωής, αλλά ν’ αλλάξει ριζικά τώρα, ώστε να γίνει ο νους καινούργιος, φρέσκος, νέος, αθώος, ξαλαφρωμένος, ώστε να ξέρουμε τι σημαίνει ν’ αγαπάμε και να ζούμε ειρηνικά. Νομίζω πως αυτό είναι το μόνο πρόβλημα. Όταν λυθεί, κάθε άλλο πρόβλημα – οικονομικό ή κοινωνικό, όλα αυτά τα πράγματα που καταλήγουν σε πολέμους – θα τελειώσουν και θα υπάρχει μια διαφορετική δομή στην κοινωνία. Λοιπόν, η ερώτησή μας είναι, αν ο νους, το μυαλό και η καρδιά μπορούν να ζήσουν σαν να ήταν η πρώτη φορά, αμόλυντα, φρέσκα, αθώα, γνωρίζοντας τι σημαίνει να ζει κανείς ευτυχισμένα, εκστατικά, με βαθιά αγάπη. Ξέρετε, υπάρχει κίνδυνος στο ν’ ακούσετε ρητορικές ερωτήσεις. Αυτή η ερώτηση δεν είναι καθόλου ρητορική – είναι η ζωή μας. Δεν μας απασχολούν οι λέξεις ή οι ιδέες. Οι περισσότεροι από μας παγιδεύονται στις λέξεις χωρίς ν’ αντιλαμβάνονται ποτέ σε βάθος πως η λέξη δεν είναι ποτέ το πράγμα, πως η περιγραφή δεν είναι ποτέ το πράγμα που περιγράφεται. […] Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Με αφορμή την είδηση αυτή, είπα να αναρτήσω ξανά το παρακάτω βίντεο… Για να μην ξεχνιόμαστε!
Κάτω ἀπὸ ἕνα πεῦκο
Ὁ ἀγέρας δὲ φυσοῦσε
Τραγούδαγε τὸν ὕπνο
Μιὰ κοπέλα
Κάτω ἀπὸ τὸν ὕπνο
Ἡ ἀναπνοὴ μᾶς φύλαγε
Ἡ αὐγὴ
Νὰ περάσει τὸ ρέμα
Ἦταν νύχτα
Ποιὸς ξέρει
Ἂν δὲ γεννηθήκαμε
Τότε
Σὰν κλείνουμε τὰ μάτια
Φοβούμαστε καὶ τώρα
Μήπως γίνουμε ξένοι
Ὁ ἕνας στὸν ἄλλο
Ἀλλὰ τότε δὲν ἔφταιγε
Παρεκτὸς ἡ καρδιά μας
Μᾶς ἀγαποῦσε ἡ θάλασσα
Μᾶς ἀγαποῦσε ὁ ὕπνος
Σήμερα ἡ μπόρα πέρασε
Θὰ μᾶς σηκώσει ὁ Θεὸς
Θὰ μᾶς φιλήσει
Θὰ γίνουμε παιδιά του
Πάνω στὴ χλόη
Ὁ στοχασμός μας τρέχει
Μελαγχολεῖ σὰ μέλισσα
Μελαγχολεῖ καὶ πάει
Καὶ καβαλάρης ὁ ἄνεμος
Μπροστὰ τοῦ περπατάει
Καὶ χαιρετάει τὰ σύννεφα
Καὶ ἀψηφᾷ τὴ γῆ
Γιώργος Σαραντάρης
Πηγή: http://users.uoa.gr
Η αφήγηση παραμυθιών είναι μια περιπέτεια, μια εκδρομή, δεν είναι δουλειά. Ο μόνος τρόπος να έχουμε «παρουσία» τη στιγμή της αφήγησης είναι να αποδεχόμαστε πραγματικά, δηλαδή να αγαπάμε όσους είναι μαζί μας, όχι για να μας »ακούσουν» αλλά γιατί περιμένουν από μας να κάνουμε κάτι γι΄αυτούς και κυρίως μαζί τους. Περιμένουν να τους δείξουμε το μοναδικό αξιοθέατο που ανακαλύψαμε πρώτοι εμείς. Δεν θα τους το δείξουμε σαν ξεναγοί αλλά σαν συνεκδρομείς που παίρουμε την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη ευχαρίστηση με αυτούς, ξαναβλέποντας μαζί τους το μαγικό τοπίο του παραμυθιού.
Για μια αληθινή αφήγηση, θα πρέπει να βγούμε από την ύπνωση της καθημερινότητας, από την ασφάλεια της ευπρέπειας, από τη ρουτίνα της σωστής εκφοράς του λόγου, από την επιμέλεια μιας καλής ξενάγησης και να μπούμε στο παραμύθι κατανυκτικά (κατανύσσω – τρυπώ με αιχμηρό αντικείμενο, συγκινώ, διεγείρω ευλαβικά συναισθήματα) και συγχρόνως με ελευθερία. Μόνον έτσι μπορούμε να βγάλουμε από τη δική τους ύπνωση τους ακροατές μας. Ας μην ξεχνάμε ότι στην αφήγηση παραμυθιών το θέμα είναι ένα – πάντα το ίδιο – η ζωή. Γι” αυτό, πριν ακόμα το αγγίξουμε, θα πρέπει να αγαπιόμαστε με όσους θέλουν να το μοιραστούν μαζί μας. Η γλώσσα μας δεν έχει καμιά σχέση με τη γραπτή λογοτεχνία, αλλά είναι μια ολοζώντανη, καθόλου φλύαρη, αντίθετα απόλυτα αφαιρετική, ποιητική γλώσσα, μια υπόγεια γλώσσα. Η πιο δυνατή στιγμή της αφήγησης είναι στις παύσεις μας, εκείνες τις στιγμές της σιωπής όπου ο παραμυθάς λέει το ουσιώδες για ό,τι προηγήθηκε και για ό,τι θα ακολουθήσει, που συνδέεται με την ψυχική του διάθεση απέναντι στο περιεχόμενο του λόγου του και απέναντι στους ακροατές. Τους λέει χωρίς λέξεις – μόνο με την παλλόμενη σιωπή – ότι είναι άοπλος, ότι δεν έχει καμιά πρόθεση απέναντί τους, ούτε να τους κατακτήσει, ούτε να τους πείσει, ούτε να τους χαϊδέψει, ούτε τίποτα. Τους λέει: Είμαι εδώ, μαζί σου και μαζί μ” αυτή την αληθινή ιστορία που δεν έχει συμβεί ποτέ στον ορατό κόσμο, αλλά υπάρχει σ” άλλους κόσμους κι αυτοί οι κόσμοι ζωντάνεψαν αυτή τη στιγμή – τώρα – επειδή εμείς είμαστε εδώ κι αγαπιόμαστε.
Λίλη Λαμπρέλλη
Η σκέψη λεν πως τρέχει
δσφσγφσ πιο γρήγορα απ’ το φως
Μα αν είναι να βρεις την αγάπη σου
Όσο κι αν βιάζεσαι
Καλύτερα ξεκίνα με τα πόδια
Γιάννης Αγγελάκας (1999:36) ΠΩΣ ΤΟΛΜΑΣ & ΝΟΣΤΑΛΓΕΙΣ ΤΣΟΓΛΑΝΕ;, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα
What will you do when the war is over, tender comrade
When we lay down our weary guns
When we return home to our wives and families
And look into the eyes of our sons
What will you say of the bond we had, tender comrade
Will you say that we were brave
As the shells fell all around us
Or that we wept and cried for our mothers
And cursed our fathers
For forgetting that all men are brothers Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »