«Ο Χορός», έργο του Henri Matisse

Κάποτε, μια εποχή που έχει πια για τα καλά παρέλθει, αλλά ίσως επανέλθει σύντομα, δεν περνούσε μέρα δίχως ο ουρανός να καλύπτεται από λευκά σύννεφα, δίχως η γη να σκεπάζεται από λευκό χιόνι… κι όλες οι μικροσκοπικές κουκίδες στον ορίζοντα δε σηματοδοτούσαν παρά έναν άνθρωπο ή ένα σκύλο ή μια αρκούδα.

Στον τόπο εκείνο, τίποτε δε μεγάλωνε δίχως λόγο. Ο αέρας φυσούσε τόσο δυνατά, που οι άνθρωποι φορούσαν διαρκώς γούνινες κάπες και μπότες, φροντίζοντας να προχωρούν με πλάγια βήματα. Στον τόπο εκείνο, οι λέξεις πάγωναν στον αέρα και για να μπορέσεις να μιλήσεις θα ‘πρεπε να καταφέρεις ν’ αποσπάσεις τις παγωμένες προτάσεις που κρέμονταν από τα χείλια των ομιλητών και στη συνέχεια να τις εκσφενδονίσεις στη φωτιά, ώστε να μπορέσουν οι υπόλοιποι ν’ ακούσουν τι ειπώθηκε. Στον τόπο εκείνο, οι άνθρωποι ζούσαν στην πλούσια, λευκή κόμη της γριάς Ανουλούκ, της γριάς μητέρας, της γριάς μάγισσας που δεν είναι άλλη παρά η ίδια η Γη. Και ήταν σ’ εκείνον τον τόπο που ζούσε κι ένας άντρας… ένας άντρας τόσο μοναχικός που με την πάροδο των χρόνων τα δάκρυα είχαν σκάψει βαθιά αυλάκια στα μάγουλά του.

Προσπαθούσε να χαμογελά, να είναι ευτυχισμένος. Κυνηγούσε. Παγίδευε ζώα για το τομάρι τους και στη συνέχεια κοιμόταν βαθιά. Αλλά ευχόταν να είχε ανθρώπινη συντροφιά. Κάποιες φορές, όταν ταξίδευε τα ρηχά νερά με το καγιάκ του και τον πλησίαζαν φώκιες, θυμόταν τους παλιούς μύθους για το πως οι φώκιες κάποτε ήταν άνθρωποι. Όμως η μοναδική θύμιση των καιρών εκείνων, ήταν τα μάτια τους, τα οποία καθρέφτιζαν σοφία, την άγρια υπόστασή τους, αλλά κι αγάπη. Και τις στιγμές εκείνες ένιωθε τέτοια μοναξιά, που τα δάκρυα κυλούσαν στα σκαμμένα αυλάκια του προσώπου του.

Μία νύχτα κυνηγούσε ενώ είχε πια σκοτεινιάσει για τα καλά, αλλά δεν κατάφερνε να πιάσει το παραμικρό. Καθώς το φεγγάρι σκαρφάλωνε στο ουρανό και οι λευκοί παγωμένοι όγκοι λαμποκοπούσαν στο φως του, είδε μπροστά του, καταμεσής της θάλασσας, έναν τεράστιο διάστικτο βράχο και για μια στιγμή νόμισε πως πάνωθέ του κάτι κινούνταν με ιδιαίτερη χάρη.

Χαρακτικό από το βιβλίο «Women Who Run With The Wolves» της Clarissa Pinkola Estes

Τράβηξε κουπί με αργές κινήσεις, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο κι εκεί στην κορυφή του βράχου είδε να χορεύουν λίγες γυναίκες, γυμνές όπως την πρώτη εκείνη μέρα που τις απόθεσαν στην κοιλιά της μάνας τους. Κι επειδή ήταν ένας άντρας μονάχος, δίχως έναν φίλο στη ζωή του πέραν εκείνων που κατάφερνε ν’ ανακαλεί με τη μνήμη του, στάθηκε και τις παρακολούθησε για ώρα πολύ. Οι γυναίκες έμοιαζαν φτιαγμένες θαρρείς από φεγγαρόγαλα και το δέρμα τους ήταν στολισμένο με ασημένιες κουκίδες, όπως αυτές που στολίζουν το σολωμό την άνοιξη, ενώ τα χέρια και τα πόδια τους ήταν μακρυά κι όλο χάρη.

Ήταν τόσο όμορφες, που ο άντρας στάθηκε ακίνητος στο σκαρί του, αφήνοντας το νερό να τον σπρώχνει όλο και πιο κοντά στο βράχο. Μπορούσε ν’ ακούσει τις υπέροχες αυτές γυναίκες να γελούν… ή τουλάχιστον έτσι του φαινόταν. Ότι γελούσαν. Ή μήπως ήταν το νερό που γελούσε καθώς έγλυφε το βράχο; Ο άντρας ήταν πολύ μπερδεμένος, έκθαμβος. Κι όμως κατά έναν παράξενο τρόπο, η μοναξιά που πριν βάραινε το στέρνο του σα βάρος ασήκωτο, είχε πλέον εξαφανιστεί και δίχως να το καλοσκεφτεί, σαν αυτό να ήταν από πάντοτε το πεπρωμένο του, πήδηξε στο βράχο και έκλεψε ένα από τα φωκίσια τομάρια που βρίσκονταν πεταμένα καταγής. Έπειτα κρύφτηκε πίσω από ένα εξόγκωμα του βράχου κι έκρυψε το κλεμμένο τομάρι κάτω απ’ το qutnguq του, τη βαριά του κάπα.

Πολύ σύντομα, άκουσε μία από τις γυναίκες να καλεί τις άλλες με φωνή θαυμαστή… έτσι όπως καλούν οι φάλαινες η μία την άλλη το ξημέρωμα… ή όχι, ίσως όπως καλούν οι νεογέννητοι λύκοι ο ένας τον άλλο καθώς κατρακυλούν τις πράσινες πλαγιές την άνοιξη… ή πάλι όχι, ίσως όπως κάποια άλλα πλάσματα που… αλλά όπως και να ‘χει τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είχε σημασία επειδή… αλήθεια τί έκαναν οι γυναίκες εκείνες;

Selkieseal της Jackie Morris

Selkie seal της Jackie Morris

Γιατί καθώς φορούσαν τα τομάρια μεταμορφώνονταν σε φώκιες και πηδούσαν η μία μετά την άλλη στη θάλασσα κι από το στόμα τους ξέφευγαν μικρές χαρούμενες κραυγές. Εκτός από μία. Η ψηλότερη όλων έψαχνε κι έψαχνε να βρει το δικό της τομάρι, αλλά δεν το έβρισκε πουθενά. Ο άντρας πήρε θάρρος – ούτε και κατάλαβε πως. Βγήκε από την κρυψώνα του και της μίλησε: «Γυναίκα… γίνε… η σύζυγός μου. Είμαι… μονάχος.»

«Α, μα δεν μπορώ να γίνω γυναίκα σου» του αποκρίθηκε εκείνη, «διότι ανήκω σε άλλη φυλή, τη φυλή των temequanek, που ζουν κάτω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας.»

«Γίνε… γυναίκα μου», επέμεινε ο άντρας. «Σε επτά καλοκαίρια από τώρα, θα σου επιστρέψω το τομάρι σου και μπορείς ν’ αποφασίσεις από μόνη σου, αν θέλεις να μείνεις ή να φύγεις.»

Η νεαρή γυναίκα-φώκια τον κοίταξε κάμποση ώρα κατά πρόσωπο, με μάτια που έμοιαζαν ανθρώπινα. Του απάντησε απρόθυμα: «Θα έρθω μαζί σου. Και θα πάρω μια απόφαση σε επτά καλοκαίρια από τώρα.»

Κι έτσι μετά από λίγο καιρό έφεραν στον κόσμο ένα παιδί, που το ονόμασαν Οορούκ. Και το παιδί ήταν ευκίνητο και παχουλό. Το χειμώνα, η μητέρα αφηγούνταν στο παιδί ιστορίες για όλα εκείνα τα πλάσματα που ζουν κάτω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ ο πατέρας σκάλιζε αρκούδες και λύκους στις λευκές πέτρες. Κι όταν η μητέρα έβαζε τον Οορούκ να κοιμηθεί, πριν τον πάρει ο ύπνος του έδειχνε τα σχήματα που παίρνουν τα σύννεφα, μέσα από την ανοιχτή τρύπα για τον καπνό. Μόνο που αντί να περιγράφει κοράκια, αρκούδες και λύκους, μιλούσε για θαλάσσιους ελέφαντες, φάλαινες, φώκιες και σολωμούς… γιατί αυτά ήταν τα πλάσματα που γνώριζε εκείνη.

Όμως καθώς ο καιρός περνούσε, το δέρμα της άρχισε να ξεραίνεται. Στην αρχή φαινόταν να βγάζει λέπια, μετά έσκαγε τόπους-τόπους. Το δέρμα στα βλέφαρά της ξεφλούδιζε κι αυτό. Τα μαλλιά της έπεφταν. Λίγο-λίγο γινόταν naluaq, το δέρμα της είχε αποκτήσει έναν τόνο χλωμό. Έχασε τη στρογγυλάδα της. Και κάθε μέρα τα μάτια της, χωρίς τη θέλησή της, γίνονταν όλο και πιο θαμπά. Χρειαζόταν πλέον να προχωρά με το χέρι απλωμένο μπροστά της για να βρίσκει το δρόμο της ψηλαφώντας τον, διότι η όρασή της όλο και χειροτέρευε.

Κι έτσι εξελίσσονταν τα πράγματα από το κακό στο χειρότερο, μέχρι που μια νύχτα ο Οορούκ ξύπνησε από τις φωνές κι ανακάθισε στο κρεβάτι του ανάμεσα στα σκεπάσματά του. Άκουσε μια κραυγή σα να βρυχάται αρκούδα και ήταν ο πατέρας του που κατσάδιαζε τη μάνα του. Κι άκουσε και κλάμματα που θύμιζαν τον ήχο του ασημιού καθώς χτυπά την πέτρα και ήταν η μητέρα του που έκλαιγε.

Αναζητώντας το ρούχο της ψυχής – selkie

«Έκρυψες το τομάρι μου πριν επτά ολόκληρα χρόνια και βρισκόμαστε πια στον όγδοο χειμώνα. Θέλω να μου επιστρέψεις αυτό που μου ανήκει, αυτό που με κάνει αυτή που είμαι», έκλαιγε η γυναίκα-φώκια.

«Εσύ όμως γυναίκα θα με αφήσεις μονάχο αν σου το επιστρέψω», άστραφτε και βροντούσε ο άντρας της.

«Δε γνωρίζω τι είναι αυτό που θα κάνω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι το χρειάζομαι, ότι είναι αυτό που είμαι.»

«Και θα με αφήσεις εμένα μονάχο και το παιδί μας δίχως μάνα; Είσαι ένας κακός άνθρωπος.»

Και με τα λόγια αυτά, ο άντρας άνοιξε διάπλατα την πόρτα κι εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα.

Το αγόρι αγαπούσε τη μητέρα του πάρα πολύ. Φοβόταν μήπως τη χάσει κι έτσι αποκοιμήθηκε με δάκρυα στα μάτια. Δεν πέρασε όμως πολύ ώρα και ξύπνησε ξανά. Αυτή τη φορά ήταν ο άνεμος. Ένας παράξενος άνεμος που φαινόταν να τον καλεί: «Οορούκ, Οοοοοοοορούκ!»

Κι έτσι πήδηξε απ’ το κρεβάτι του, φόρεσε βιαστικά την κάπα και τις γούνινες μπότες του κι ακούγοντας για άλλη μια φορά το όνομά του, έδωσε μια και βγήκε έξω, στην έναστρη νύχτα.

«Οοοοοοορούκ.»

Το παιδί έτρεξε μέχρι την άκρη της θάλασσας, εκεί που κρεμόταν ένας βράχος πάνω απ’ το νερό και μακρυά, στην ανεμοδαρμένη θάλασσα, διέκρινε μια τεράστια ασημόχρωμη, μαλλιαρή φώκια. Το κεφάλι της ήταν πελώριο και τα μουστάκια της κρέμονταν μέχρι το στέρνο της και τα μάτια της είχαν βαθύ κεχριμπαρένιο χρώμα.

«Οοοοοορούκ.»

Το παιδί κατέβηκε προσεχτικά το βράχο κι εκεί στα ριζά του σκόνταψε σε μία πέτρα – όχι, σε ένα μπόγο! – που βρισκόταν κρυμμένος σε μια σχισμή του βράχου. Τα μακρυά μαλλιά του αγοριού μαστίγωναν σαν χίλια παγωμένα σχοινιά το πρόσωπό του.

«Οοοοορούκ.»

Το αγόρι έσκυψε και ξεδίπλωσε το μπόγο. Ήταν το φωκίσιο τομάρι της μητέρας του. Αχ, και μπορούσε να μυρίσει τη μυρωδιά της πάνω του. Κι όπως κρατούσε το πρόσωπό του χωμένο στο τομάρι και ανάσαινε τη μυρωδιά της, ένιωσε την ψυχή της να τον διαπερνά όπως ο ένας ξαφνικός καλοκαιρινός άνεμος.

«Ααααχ», αναφώνησε με χαρά και πόνο μαζί κι έχωσε για άλλη μια φορά το πρόσωπό του βαθιά στο τομάρι και για άλλη μια φορά ένιωσε την ψυχή της να τον διαπερνά. «Ααααχ», αναφώνησε ξανά και ξανά, καθώς τον πλημμύριζε η βαθιά αγάπη της μητέρας του.

Και η γέρικη φώκια πέρα στη θάλασσα βυθίστηκε αργά στο νερό.

Το αγόρι σκαρφάλωσε το βράχο και έτρεξε προς το σπίτι, με το τομάρι ν’ ανεμίζει πίσω του. Μπήκε στο σπίτι και η μητέρα του τον σήκωσε στην αγκαλιά της μαζί με το τομάρι, νιώθοντας ευγνωμοσύνη που τον κρατούσε ασφαλή στα χέρια της.

Φόρεσε το τομάρι. «Όχι μητέρα, όχι», φώναξε το αγόρι.

Τον έβαλε κάτω απ’ τη μασχάλη της και κατευθύνθηκε στη θάλασσα – πότε παραπατώντας και πότε τρέχοντας.

«Αχ μητέρα, όχι, μη με αφήνεις!» φώναξε ο Οορούκ.

Κι ευθύς καταλάβαινες πως ήθελε να μείνει με το παιδί της, πραγματικά το ήθελε, αλλά κάτι την καλούσε, κάτι πέρα από την ίδια ή το αγόρι, κάτι αρχαιότερο κι απ’ τον ίδιο το χρόνο.

"Sealskin, soulskin" της Thera

«Sealskin, soulskin» της Thera

«Αχ μητέρα, όχι, όχι, όχι!» ούρλιαξε το παιδί. Στράφηκε προς το μέρος του και το βλέμμα της ήταν πλημμυρισμένο με μιαν αγάπη ανείπωτη. Κράτησε το πρόσωπο του παιδιού στις παλάμες της και φύσηξε με τη γλυκιά ανάσα της στους πνεύμονές του – μία, δύο, τρεις φορές. Κι έπειτα με το αγόρι στα χέρια της, σα να κρατούσε κάτι πολύτιμο, βούτηξε στη θάλασσα και καταδύθηκε βαθιά, βαθιά, πολύ βαθιά κι ακόμα βαθύτερα κι εκεί η γυναίκα-φώκια και το παιδί ανέπνεαν με ευκολία.

Και κολύμπησαν σε όλο και μεγαλύτερα βάθη, κολυμπούσαν ακατάπαυστα, μέχρι που έφτασαν σε ένα υποβρύχιο ακρωτήρι που το κατοικούσαν φώκιες κι ένα σωρό διαφορετικά πλάσματα που γευμάτιζαν παρέα και τραγουδούσαν, χόρευαν και κουβέντιαζαν και η μεγάλη ασημόχρωμη φώκια, που είχε καλέσει τον Οορούκ κατά τη διάρκεια της νύχτας, αγκάλιασε το παιδί και το αποκάλεσε εγγόνι της.

«Πώς τα πας εκεί έξω κόρη μου;» ρώτησε η ασημόχρωμη φώκια.

Η γυναίκα χαμήλωσε το βλέμμα της και είπε: «Πλήγωσα έναν άνθρωπο… έναν άντρα που μου έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε. Αλλά δεν μπορώ να επιστρέψω σ’ αυτόν, διότι αν το κάνω θα ζήσω φυλακισμένη.»

«Και το αγόρι;», ρώτησε ξανά η γέρικη φώκια. «Το εγγόνι μου;», και ήταν τόσο περήφανος για το παιδί, που η φωνή του ράγισε.

«Θα πρέπει να επιστρέψει πατέρα. Δεν μπορεί να μείνει. Δεν ήρθε η ώρα του ακόμη.» Κι έβαλε τα κλάμματα. Κι έκλαψαν όλοι μαζί.

Κι έτσι πέρασαν μέρες και νύχτες, για την ακρίβεια επτά, και στο διάστημα αυτό τα μαλλιά της γυναίκας ανέκτησαν τη λάμψη τους και τα μάτια της άστραψαν. Το δέρμα της έχασε τη χλωμάδα του και σκούρυνε όπως πρώτα, η όρασή της αποκαταστάθηκε, το σώμα της βρήκε ξανά τη στρογγυλάδα του κι εκείνη μπορούσε να κολυμπά όπως πριν. Ήρθε όμως ο καιρός να επιστρέψει το αγόρι στη στεριά. Τη νύχτα εκείνη, η γέρικη φώκια και η όμορφη μητέρα του παιδιού κολύμπησαν παρέα, έχοντας το παιδί ανάμεσά τους. Λίγο-λίγο ανέβαιναν στην επιφάνεια, επέστρεφαν στον κόσμο έξω απ’ το νερό. Κι όταν έφτασαν στην επιφάνεια, έσπρωξαν απαλά τον Οορούκ προς τη φεγγαρόλουστη ακτή.

Η μητέρα του τον διαβεβαίωσε: «Θα είμαι πάντα μαζί σου. Αρκεί ν’ αγγίξεις ό,τι έχω αγγίξει, το δαδί, το ulu μου, το μαχαίρι μου, τις σκαλιστές μου φώκιες και βίδρες – και θα φυσήξω στα πνευμόνια σου την πνοή που θα χαρίζει τη μουσική στα τραγούδια σου.»

Η γέρικη ασημόχρωμη φώκια και η γυναίκα φίλησαν το παιδί απανωτά κι έπειτα απομακρύνθηκαν πέρα στη θάλασσα, έριξαν μια τελευταία ματιά στο αγόρι κι εξαφανίστηκαν μέσα στο νερό. Κι ο Οορούκ, που δεν είχε έρθει η ώρα του ακόμα να ενωθεί μαζί τους, έμεινε στην ακτή.

 

Selkie – εικονογράφηση

Και καθώς ο καιρός περνούσε, το αγόρι μεταμορφωνόταν σε έναν εξαιρετικό μουσικό, τραγουδοποιό κι αφηγητή. Έλεγαν ότι τα κατάφερνε έτσι καλά, επειδή όταν ήταν παιδί, τα θαλάσσια πνεύματα που έπαιρναν τη μορφή φώκιας, τον είχαν πάρει μαζί τους στη θάλασσα. Πλέον, μέσα στη γκρίζα πρωινή ομίχλη, μπορούσε κανείς που και που να τον δει με το σκαρί του αγκυροβολημένο δίπλα σ’ ένα συγκεκριμένο βράχο στη θάλασσα, να στέκεται και να συνομιλεί με μία θηλυκή φώκια, η οποία πλησίαζε συχνά στην ακτή. Και παρόλο που πολλοί προσπάθησαν να την πιάσουν, απέτυχαν ξανά και ξανά.

Τη γνωρίζουν όλοι ως Tanqigcaq, Εκείνη με το Φωτεινό Βλέμμα, η Ιερή. Και λέγεται ότι παρόλο που είναι φώκια, τα μάτια της μοιάζουν ανθρώπινα, καθρεφτίζοντας σοφία κι αγάπη και κάτι άλλο πιο άγριο ακόμα.

Πηγή: Clarissa Pinkola Estes (1998:257-261) WOMEN WHO RUN WITH THE WOLVES: CONTACTING THE POWER OF THE WILD WOMAN, Rider, London